Α. Η χρουτσωφική "ειρηνική συνύπαρξη" ως "γενική γραμμή της εξωτερικής πολιτικής" της Σοβιετικής Ένωσης και ως γραμμή του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος
Για το ζήτημα της "ειρηνικής συνύπαρξης" ο Ν. Χρουτσώφ στην εισήγηση του στο 20ο Συνέδριο αναφέρει: "η λενινιστική αρχή της ειρηνικής συνύπαρξης ήταν και παραμένει η γενική γραμμή της εξωτερικής πολιτικής της χώρας" (Ν. Σ. Χρουτσώφ: Λογοδοσία στην ΚΕ του ΚΚΣΕ στο XX Συνέδριο του Κόμματος, σελ. 35, "Πολιτικές και Λογοτεχνικές εκδόσεις" 1956).
Εδώ ο αποστάτης Ν. Χρουτσώφ προφανώς ψεύδεται όταν για λόγους παραπλάνησης των κομμουνιστών ισχυρίζεται, ότι η αρχή της «ειρηνικής συνύπαρξης» ήταν τάχα «γενική γραμμή της εξωτερικής πολιτικής» της Σοβιετικής Ένωσης και των τότε σοσιαλιστικών χωρών.
Είναι πασίγνωστο, ότι η εξωτερική πολιτική της σοσιαλιστικής Σοβιετικής Ένωσης της εποχής των Λένιν-Στάλιν και των άλλων σοσιαλιστικών χωρών, ως τα μέσα της δεκαετίας του ’50, βασίζονταν όχι στην αρχή της «ειρηνικής συνύπαρξης», αλλά στην αρχή του προλεταριακού διεθνισμού που σήμαινε: πρώτο, αλληλεγγύη και απεριόριστη υποστήριξη στην επαναστατική ταξική πάλη του διεθνούς προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη για την ανατροπή της και στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των καταπιεσμένων λαών ενάντια στον ιμπεριαλισμό και την αποικιοκρατία, και δεύτερο, αλληλεγγύη και ολόπλευρη υποστήριξη των αδελφών σοσιαλιστικών χωρών στη βάση της φιλίας, της συνεργασίας και της αδελφικής βοήθειας σ όλους τους τομείς.
Ο Λένιν αναφερόμενος στην "εξωτερική πολιτική της Ρώσικης Επανάστασης" υπογράμμιζε πως βασική της αρχή είναι "η συμμαχία με τους επαναστάτες των αναπτυγμένων χωρών και με τους καταπιεσμένους λαούς ενάντια στους ιμπεριαλιστές κάθε απόχρωσης"(Λένιν), δηλαδή θεωρούσε ως γενική αρχή της εξωτερικής πολιτικής της πρώτης στον κόσμο σοσιαλιστικής χώρας, την αρχή του προλεταριακού διεθνισμού.
Η πολιτική της "ειρηνικής συνύπαρξης" (τμήμα της εξωτερικής πολιτικής μιας σοσιαλιστικής χώρας) την εποχή των Λένιν-Στάλιν ρύθμιζε μόνο τις σχέσεις των σοσιαλιστικών χωρών με τις καπιταλιστικές-ιμπεριαλιστικές χώρες στη βάση των γνωστών αρχών της "πλήρους ισοτιμίας, του σεβασμού της εδαφικής ακεραιότητας, του σεβασμού της κρατικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας, της μη ανάμειξης στις εσωτερικές υποθέσεις της άλλης χώρας και της συνεργασίας αμοιβαίου οφέλους".
Είναι λοιπόν φανερό, πως οι χρουτσωφικοί ρεβιζιονιστές, σ’ αντίθεση με τους Λένιν-Στάλιν, ήταν αυτοί που πρώτοι ανήγαγαν την "ειρηνική συνύπαρξη" σε "γενική γραμμή της εξωτερικής πολιτικής" της Σοβιετικής Ένωσης, απορρίπτοντας έτσι τον προλεταριακό διεθνισμό ως γενική αρχή της εξωτερικής πολιτικής μιας σοσιαλιστικής χώρας, πράγμα που οδηγεί αναπόφευκτα σε άρνηση της αλληλεγγύης και υποστήριξης στον επαναστατικό αγώνα του διεθνούς προλεταριάτου για την αποτίναξη της καπιταλιστικής σκλαβιάς καθώς και στον εθνικό-απελευθερωτικό αγώνα των λαών και επιπλέον σε υποβιβασμό των σχέσεων μεταξύ των σοσιαλιστικών χωρών στο επίπεδο των σχέσεων μεταξύ σοσιαλιστικών και καπιταλιστικών χωρών (αφού οι σχέσεις τους δεν ρυθμίζονται στη βάση του προλεταριακού διεθνισμού αλλά σ’ εκείνη της "ειρηνικής συνύπαρξης").
Επίσης είναι γνωστό, ότι οι χρουτσωφικοί ρεβιζιονιστές επέβαλαν την πολιτική της "ειρηνικής συνύπαρξης", στα ελεγχόμενα απ' αυτούς κόμματα, ως γενική γραμμή του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος που στην πράξη κατέληγε και δικαιολογούσε την συνεργασία της καπιταλιστικής Σοβιετικής Ένωσης και όλων των ρεβιζιονιστικών κομμάτων σε διεθνές επίπεδο με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, ενώ η εφαρμογή της από τα ρεβιζιονιστικά κόμματα των καπιταλιστικών χωρών οδηγούσε υποχρεωτικά σε αντικατάσταση της επαναστατικής πολιτικής της ταξικής πάλης με την προδοτική ρεφορμιστική πολιτική της ταξικής συνεργασίας και "ταξικής ειρήνης" μεταξύ εργατικής τάξης και μπουρζουαζίας, δηλ. σε υποταγή των συμφερόντων της εργατικής τάξης σ εκείνα του κεφαλαίου, σε προδοσία των συμφερόντων της, σε προδοσία και άρνηση της προλεταριακής επανάστασης.
Συμπερασματικά: η χρουτσωφική "ειρηνική συνύπαρξη" δεν έχει καμιά σχέση με τον μαρξισμό-λενινισμό. Είναι μια αντεπαναστατική πολιτική γραμμή συνεργασίας των ρεβιζιονιστών με τον ιμπεριαλισμό σε διεθνές επίπεδο και σε εθνικό συνεργασίας και υποταγής των συμφερόντων της εργατικής τάξης στο ντόπιο κεφάλαιο.
Β. Η χρουτσωφική αντίληψη για το "μη αναπόφευχτο των πολέμων στη σημερινή εποχή"!
Σ’ αντίθεση με τους κλασικούς τον μαρξισμού που θεωρούν τόσο τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους όσο και τις ένοπλες εξεγέρσεις του προλεταριάτου και τους απελευθερωτικούς πολέμους των λαών αναπόφευκτους στην περίοδο τον καπιταλισμού-ιμπεριαλισμού, οι χρουτσωφικοί ρεβιζιονιστές διατύπωσαν και υιοθέτησαν στο 20ο Συνέδριο την αντιμαρξιστική θέση σύμφωνα με την οποία σήμερα "οι πόλεμοι δεν είναι αναπόφευκτοι" παρά την ύπαρξη τον καπιταλισμού - ιμπεριαλισμού.
Στην εισήγηση του ο Χρουτσώφ αναφέρει: "όπως είναι γνωστό, υπάρχει η μαρξιστική-λενινιστική θέση ότι όσο υπάρχει ο ιμπεριαλισμός οι πόλεμοι είναι αναπόφευκτοι. Η θέση αυτή είχε διατυπωθεί σε μια περίοδο, όπου 1) ο ιμπεριαλισμός ήταν καθολικό παγκόσμιο σύστημα και 2) οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, που δεν είχαν συμφέρον από τον πόλεμο, ήταν αδύνατες, ανεπαρκώς οργανωμένες και γι’ αυτό το λόγο δεν μπορούσαν να εξαναγκάσουν τους ιμπεριαλιστές να παραιτηθούν από τους πολέμους" (Ν.Σ. Χρουστσιόφ: Λογοδοσία της ΚΕ τον ΚΚΣΕ στο XX Συνέδριο τον Κόμματος", σελ. 37, "Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις" 1956).
Είναι ολοφάνερη η διαστρέβλωση που επιχειρεί εδώ ο Χρουτσώφ για να στηρίξει την παραπάνω αντιμαρξιστική του θέση και να απορρίψει τη μαρξιστική-λενινιστική θέση, ότι όσο υπάρχει καπιταλισμός-ιμπεριαλισμός οι πόλεμοι είναι αναπόφευκτοι.
Η διαστρέβλωση συνίσταται στο ότι ο Χρουτσώφ συνδέει το αναπόφευκτο του πολέμου, πρώτο, με τη χρονική ιστορική περίοδο που "ο ιμπεριαλισμός ήταν καθολικό σύστημα", και δεύτερο, με την μικρότερη ή μεγαλύτερη δύναμη των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που αντιτίθενται στον πόλεμο και την ανεπάρκεια οργάνωσης τους, ενώ αντίθετα ο Λένιν συνδέει το ζήτημα τον πολέμου με την ύπαρξη και φύση τον ανταγωνιστικού καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος που γεννά αναπόφευκτα τους πολέμους, δηλαδή το συνδέει με την ύπαρξη της ατομικής καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. "Όσο υπάρχει ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, είναι απόλυτα αναπόφευκτοι οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι" (Λένιν). Ο πόλεμος "ξεπηδάει από την ουσία του ιμπεριαλισμού" (Λένιν, τόμος 29, σελ. 181).
Όσον αναφορά τις ένοπλες εξεγέρσεις του προλεταριάτου για την αποτίναξη του καπιταλιστικού ζυγού και τους απελευθερωτικούς πολέμους των καταπιεσμένων λαών κατά του ιμπεριαλισμού, αυτοί δεν είναι μόνο αναπόφευκτοι αλλά και δίκαιοι, και οι επαναστάτες, σύμφωνα με τον Λένιν, έχουν καθήκον να τους υποστηρίζουν. "Οι σοσιαλιστές στέκονται πάντα στο πλευρό των καταπιεσμένων και γι’ αυτό δεν μπορούν να είναι αντίπαλοι των πολέμων, που σκοπό έχουν το δημοκρατικό ή σοσιαλιστικό αγώνα ενάντια στην καταπίεση" (Λένιν, τόμος 23, σελ. 187). Γνωστό είναι ότι οι επαναστάτες τάχθηκαν πάντοτε και είναι αυτονόητο ότι πρέπει να τάσσονται κατά των αντιδραστικών πολέμων των κυρίαρχων εκμεταλλευτριών τάξεων και του ιμπεριαλισμού.
Ο πόλεμος ως κοινωνικό-ιστορικό φαινόμενο είναι σύμφυτος στην ανταγωνιστική κοινωνία και δεν αντιφάσκει κατά τον Λένιν "στις βάσεις της ατομικής ιδιοκτησίας, αλλά είναι το κατευθείαν (άμεσο) και αναπόφευκτο αποτέλεσμα της ανάπτυξης αυτών των βάσεων" (Λένιν, Διαλεχτά I, μέρος 2, σελ. 393).
Για να εξαλειφθούν οι πόλεμοι, σ' αντίθεση με τη ρεβιζιονιστική άποψη των χρουτσωφικών, πρέπει να εξαλειφθεί το καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα. "Μόνο αφού ανατρέψουμε, νικήσουμε οριστικά και απαλλοτριώσουμε την αστική τάξη σ’ όλο τον κόσμο, κι όχι μονάχα σε μια χώρα, οι πόλεμοι θα γίνουν αδύνατοι" (Λένιν, τόμος 30, σελ. 133).
Ο Στάλιν στον ιστορικό του λόγο στην εκλογική συγκέντρωση της 9 Φλεβάρη 1946 υπογράμμισε ότι "οι μαρξιστές έχουν επανειλημμένα εξηγήσει ότι το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα εμπεριέχει τα στοιχεία μιας γενικής κρίσης και των πολεμικών συγκρούσεων” και πως για να εξαλειφθεί το αναπόφευκτο των πολέμων πρέπει να εκμηδενιστεί ο ιμπεριαλισμός”. Επίσης στο κλασικό έργο του "Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ" αναφερόμενος "στις επιτυχίες του κινήματος για την υπεράσπιση της ειρήνης" και στο αναπόφευκτο των πολέμων την εποχή του ιμπεριαλισμού τονίζει ότι εφόσον υπάρχει ιμπεριαλισμός "παραμένει σε ισχύ και το αναπόφευκτο των πολέμων" και καταλήγει: "για να εξαλειφθεί το αναπόφευκτο των πολέμων πρέπει να εκμηδενιστεί ο ιμπεριαλισμός" (Στάλιν, "Οικονομικά προβλήματα στην ΕΣΣΔ", σελ. 40, Εκδοτικό της ΚΕ του ΚΚΕ, 1953).
Δεν χρειάζονται περισσότερα για να φανεί καθαρά ότι οι απόψεις των χρουτσωφικών ρεβιζιονιστών για τους ιμπεριαλιστικούς, εμφύλιους και εθνικοαπελευθερωτικούς πολέμους δεν έχουν καμιά σχέση με το μαρξισμό-λενινισμό - είναι σε πλήρη ρήξη και αντίθεση με τις επαναστατικές απόψεις των Μαρξ-Ένγκελς-Λένιν-Στάλιν.
Επίσης η καπιταλιστική-ιμπεριαλιστική πραγματικότητα των τεσσάρων δεκαετιών από το '56 ως τα σήμερα με τις δεκάδες πολέμους διαψεύδει τις αντιμαρξιστικές απόψεις των χρουτσωφικών ρεβιζιονιστών και τις επικίνδυνες, αποπροσανατολιστικές και επιζήμιες για το εργατικό κίνημα φλυαρίες τους για έναν "κόσμο χωρίς πολέμους" όσο υπάρχει καπιταλισμός-ιμπεριαλισμός.
Οι ισχυρισμοί για "αλλαγή" της φύσης του ιμπεριαλισμού και οι πατσιφιστικές αυταπάτες που διέδωσαν και διαδίδουν οι χρουτσωφικοί ρεβιζιονιστές στην εργατική τάξη προκάλεσαν και προκαλούν μεγάλη ζημιά στους αγώνες των λαών και επιβάλλεται να καταπολεμηθούν με συνέπεια από τους κομμουνιστές.
Μετά τη μεγάλη προδοσία των ηγετών της IIης Διεθνούς και των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στις αρχές-μέσα της δεύτερης δεκαετίας του αιώνα που ακολούθησαν τις αντιμαρξιστικές απόψεις του πατέρα του ρεβιζιονισμού Ε. Μπερνστάϊν, η δεύτερη ακόμα μεγαλύτερη προδοσία στην ιστορία του παγκόσμιου κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος - και η πρώτη από την ίδρυση της IIIης ΚΔ (Μάρτης 1919) - σημειώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του '50 στο 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ (Φλεβάρης 1956) αρχικά με την ανοιχτή απόρριψη από τους χρουτσωφικούς ρεβιζιονιστές της θεωρίας της προλεταριακής επανάστασης και του επιστημονικού σοσιαλισμού-κομμουνισμού των Μαρξ-Ένγκελς-Λένιν-Στάλιν και στη συνέχεια με την επιβολή αυτής της γραμμής στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, δηλαδή μιας γραμμής απόρριψης του μαρξισμού-λενινισμού στα δυο πιο σπουδαία και καίριας σημασίας ζητήματα του επαναστατικού κινήματος.
Οι απόψεις των χρουτσωφικών ρεβιζιονιστών σ' αυτά τα ζητήματα δεν ήταν, όπως θα δούμε παρακάτω, καθόλου "νέες", όπως διαφημίστηκαν από τους ίδιους, και πολύ περισσότερο δεν συνιστούσαν "δημιουργική ανάπτυξη του μαρξισμού στις νέες συνθήκες" όπως ισχυρίστηκαν οι ρεβιζιονιστές αλλά αντίθετα ανοιχτή εγκατάλειψη-άρνηση και προδοσία του.
Γ. Απόρριψη της μαρξιστικής-λενινιστικής θεωρίας της προλεταριακής επανάστασης
Τρία είναι, ως γνωστό, τα βασικά αλλά και τα πιο σπουδαία ζητήματα της προλεταριακής επανάστασης, στενά αλληλένδετα μεταξύ τους που συνάμα αποτελούν βασικές θεωρητικές ανακαλύψεις του Μαρξ: 1. Δρόμος περάσματος από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό ή τρόπος ανατροπής της αστικής διχτατορίας και κατάληψη της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο, 2. αστικό κράτος, 3. διχτατορία του προλεταριάτου.
Το βασικό ερώτημα που πάντα τέθηκε με οξύτητα στο παρελθόν και με ακόμη μεγαλύτερη τίθεται σήμερα στο εργατικό κίνημα σχετικά με την εξάλειψη του καπιταλισμού και την αντικατάσταση του από το σοσιαλισμό είναι: βίαιη επανάσταση ή "ειρηνικός κοινοβουλευτικός δρόμος" για την ανατροπή της αστικής εξουσίας διατήρηση ή συντριβή της αστικής κρατικής μηχανής εγκαθίδρυση ή όχι της διχτατορίας του προλεταριάτου;
Τα κόμματα που στην ιστορία του διεθνούς εργατικού κινήματος διατήρησαν τον επαναστατικό τους χαρακτήρα και βάδισαν τον επαναστατικό δρόμο της IIIης ΚΔ αποδέχτηκαν και υπεράσπισαν πάντα την αναγκαιότητα και το αναπόφευκτο της βίαιης-ένοπλης επανάστασης σαν τον μόνο δρόμο ανατροπής της πολιτικής κυριαρχίας της μπουρζουαζίας την ολοκληρωτική συντριβή της αστικής κρατικής μηχανής και την εγκαθίδρυση της διχτατορίας του προλεταριάτου (ως νομοτελειών της προλεταριακής επανάστασης), ενώ τα κόμματα της IIης Διεθνούς απαρνήθηκαν τη βίαιη επανάσταση και προπαγάνδισαν τον "ειρηνικό κοινοβουλευτικό δρόμο", αρνήθηκαν την αναγκαιότητα της συντριβής του αστικού κράτους και της εγκαθίδρυσης της διχτατορίας του προλεταριάτου και προπαγάνδισαν το "πέρασμα στο σοσιαλισμό" με τη βοήθεια του αστικού κράτους και πρόβαλλαν έναν "σοσιαλισμό" χωρίς διχτατορία του προλεταριάτου.
Ποιες ήταν οι "νέες" θέσεις του 20ου Συνεδρίου στα τρία αυτά βασικά ζητήματα της προλεταριακής επανάστασης; Στην εισήγηση του ο Ν. Χρουτσώφ αφού κάνει λόγο για "μορφές περάσματος στο σοσιαλισμό" και πως αυτές "δεν είναι καθόλου υποχρεωτικό" να "συνδέονται οπωσδήποτε με εμφύλιο" και σημειώνει πως "ο ισχυρισμός ότι τάχα εμείς παραδεχόμαστε σαν μοναδικό δρόμο μετασχηματισμού της κοινωνίας με τη βία και τον εμφύλιο πόλεμο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα" καταλήγει πως η εργατική τάξη μπορεί "να καταχτήσει σταθερή πλειοψηφία στη Βουλή και να την μετατρέψει από όργανο της αστικής δημοκρατίας σε όργανο πραγματικής λαϊκής θέλησης. Σ’ αυτή την περίπτωση ο θεσμός τούτος ο πατροπαράδοτος για πολλές πολυαναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες μπορεί να γίνει όργανο πραγματικής δημοκρατίας “δημοκρατίας για τους εργαζόμενους". Και αλλού: "στις σημερινές συνθήκες, σε πολλές καπιταλιστικές χώρες η εργατική τάξη έχει πραγματικά τη δυνατότητα να συνενώσει κάτω από την καθοδήγηση της τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού και να εξασφαλίσει το πέρασμα των βασικών μέσων παραγωγής στα χέρια του λαού"(Ν. Χρουστσιόφ, "Λογοδοσία της ΚΕ του ΚΚΣΕ στο XX Συνέδριο του Κόμματος", σελ. 40-42, "Πολιτικές και λογοτεχνικές εκδόσεις 1956").
Πριν περάσουμε στη συγκεκριμένη αναφορά των τριών βασικών ζητημάτων της προλεταριακής επανάστασης ας σημειώσουμε πως οι απόψεις αυτές των χρουτσωφικών ρεβιζιονιστών συνιστούν πλήρη και απροκάλυπτη απόρριψη της μαρξιστικής-λενινιστικής-σταλινικής θεωρίας της προλεταριακής επανάστασης. Παρακάτω περιοριζόμαστε μόνο σε απλή και σύντομη (και γι' αυτό ελλειπή) επανάληψη των επαναστατικών απόψεων των κλασικών, αντιπαραθέτοντάς τες σ' εκείνες των χρουτσωφικών ρεβιζιονιστών - με κάπως εκτεταμένη αναφορά στο ζήτημα της βίαιης επανάστασης που οι ρεβιζιονιστές έχουν διαστρεβλώσει με τον πιο χυδαίο τρόπο.
α. "Ειρηνικός κοινοβουλευτικός δρόμος" ή βίαιη επανάσταση;
Το πρώτο ζήτημα που τίθεται στο παραπάνω απόσπασμα σχετικά με το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό ή αλλιώς την ανατροπή της διχτατορίας της μπουρζουαζίας και την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη είναι ότι σ’ αυτό απορρίπτεται ανοιχτά η βίαιη επανάσταση-εμφύλιος πόλεμος ως ο μόνος δρόμος για το πέρασμα στο σοσιαλισμό και αντ' αυτού προβάλλεται ο δρόμος της "κατάχτησης σταθερής πλειοψηφίας στη Βουλή" δηλ. υιοθετείται ο λεγόμενος "ειρηνικός κοινοβουλευτικός δρόμος" ή αλλιώς το "ειρηνικό πέρασμα στο σοσιαλισμό".
Οι σοβιετικοί ρεβιζιονιστές και όλα τα κόμματα που ακολούθησαν το χρουτσωφικό ρεβιζιονισμό προπαγάνδισαν δεκαετίες ολόκληρες τον "ειρηνικό κοινοβουλευτικό δρόμο περάσματος στο σοσιαλισμό" και τον διαφήμισαν ως "δημιουργική ανάπτυξη του μαρξισμού" στις "νέες συνθήκες" και ως "νέα, σπουδαία κατάκτηση του εργατικού κινήματος".
Όμως ο "ειρηνικός κοινοβουλευτικός δρόμος" δεν είναι ούτε "νέα" ούτε "κατάκτηση" του εργατικού κινήματος ούτε, πολύ περισσότερο, αποτελεί "δημιουργική ανάπτυξη του μαρξισμού". Είναι αντίθετα επανέκδοση των παλιών πασίγνωστων αντεπαναστατικών απόψεων του Ε. Μπερνστάϊν και των ηγετών της IIης Διεθνούς (ηγετών των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων Καούτσκι, Μπάουερ, κλπ.) και κατάκτηση της μπουρζουαζίας με την εξαγορά των ηγετών της εργατικής τάξης και τη διάδοση στις γραμμές του προλεταριάτου και των συμμάχων του της αστικής ιδεολογίας, παραλλαγή της οποίας αποτελούν οι ρεβιζιονιστικές απόψεις του "ειρηνικού κοινοβουλευτικού δρόμου", της "ειρηνικής μετεξέλιξης του καπιταλισμού σε σοσιαλισμό", κλπ., κλπ.
Ο Ε. Μπερνστάϊν 6 σχεδόν δεκαετίες (με τα άρθρα του στο "Neue Zeit" 1896-1898) πριν τον Ν. Χρουτσώφ έγραφε πως "με το ψηφοδέλτιο, τις διαδηλώσεις και παρόμοια μέσα πίεσης πραγματοποιούμε σήμερα μεταρρυθμίσεις, για τις οποίες πριν εκατό χρόνια θα χρειάζονταν αιματηρές επαναστάσεις" (Ε. Μπερνστάϊν, "Οι προϋποθέσεις του σοσιαλισμού και τα καθήκοντα της σοσιαλδημοκρατίας", σελ.13). Ενώ στη διάλεξη του με τίτλο "Τι είναι σοσιαλισμός" (28.12.1918) υποστήριζε πως αν στην εργατική τάξη δοθεί το "γενικό και ίδιο εκλογικό δικαίωμα, τότε επιτυγχάνεται η κοινωνική Αρχή ως βασικός όρος της απελευθέρωσης της" από τον καπιταλισμό.
Στον προδοτικό δρόμο του Ε. Μπερνστάϊν βάδισαν αργότερα οι ηγέτες της IIης Διεθνούς με γνωστότερο τον Κ. Καούτσκι που διεκήρυσσε ότι "ο σκοπός του πολιτικού μας αγώνα παραμένει ο ίδιος όπως ως τώρα: κατάληψη της κρατικής εξουσίας μέσω της κατάχτησης της πλειοψηφίας στο κοινοβούλιο" ("Die Neue Zeit", No 46/1912). Τον "ειρηνικό κοινοβουλευτικό δρόμο" και σειρά άλλες ρεβιζιονιστικές απόψεις υποστήριξε και προπαγάνδισε ο Καούτσκι σ' όλα τα έργα του της περιόδου της αποστασίας του, τις οποίες με πειστικό τρόπο αντέκρουσε, ανασκεύασε και με ιδιαίτερη σφοδρότητα καταπολέμησε ο Λένιν, προπαντός στα κλασικά έργα του "Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Καούτσκι" και "Κράτος και επανάσταση".
Επομένως η θέση του 20ου Συνεδρίου για "ειρηνικό κοινοβουλευτικό πέρασμα στο σοσιαλισμό" δεν είναι καθόλου νέα, αλλά αποτελεί επανέκδοση και πιστή αντιγραφή των απόψεων των Μπερνστάϊν, Καούτσκι, κλπ. και είναι ατόφια παρμένη από τα ρεφορμιστικά προγράμματα των ευρωπαϊκών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της IIης Διεθνούς, που από έλλειψη χώρου δεν είναι δυνατό εδώ να παραθέσουμε αποσπάσματα τους.
Η ρεβιζιονιστική θέση του "ειρηνικού κοινοβουλευτικού περάσματος στο σοσιαλισμό" βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τη μαρξιστική θέση της βίαιης επανάστασης ως γενικού νόμου της προλεταριακής και αντιιμπεριαλιστικής επανάστασης
Ήδη στο πρώτο πρόγραμμα του διεθνούς προλεταριάτου οι Μαρξ-Ένγκελς διαπιστώνουν, μετά από μια επιστημονική ανάλυση του καπιταλισμού, και διακηρύσσουν ότι η εργατική τάξη μόνο με βίαιη επανάσταση μπορεί να ανατρέψει το καπιταλιστικό σύστημα και να καταλάβει την πολιτική εξουσία: "Οι κομμουνιστές θεωρούν ανάξιο τους να κρύβουν τις απόψεις και τις προθέσεις τους Δηλώνουν ανοιχτά ότι οι σκοποί τους μπορούν να πραγματοποιηθούν μονάχα με τη βίαιη ανατροπή (υπογρ. δική μας) όλου του σημερινού κοινωνικού καθεστώτος. Ας τρέμουν οι κυρίαρχες τάξεις μπρος σε μια κομμουνιστική επανάσταση" (Μαρξ / Ένγκελς, "Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος", σελ. 65-66).
Στο δεύτερο πρόγραμμα του διεθνούς προλεταριάτου που ψηφίστηκε στο 6ο Συνέδριο (1928) της IIIης Κομμουνιστικής Διεθνούς για τα τρία βασικά ζητήματα της προλεταριακής επανάστασης (κατάκτηση πολιτικής εξουσίας - αστικό κράτος - διχτατορία του προλεταριάτου) αναφέρεται: "η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας απ’ το προλεταριάτο δεν είναι ειρηνική "κατάκτηση" της έτοιμης αστικής κρατικής μηχανής με την εξασφάλιση της πλειοψηφίας στο κοινοβούλιο. Η κεφαλαιοκρατία εφαρμόζει κάθε μέσο βίας και τρομοκρατίας για να διαφυλάξει και στερεώσει τη ληστρική της ιδιοχτησία και την πολιτική της κυριαρχία. Η μπουρζουαζία, όπως και στα περασμένα χρόνια η φεουδαρχική αριστοκρατία, δεν μπορεί να παραχωρήσει την ιστορική της θέση στη νέα τάξη χωρίς την πιο απεγνωσμένη και την πιο λυσσασμένη πάλη. Γι' αυτό η βία της κεφαλαιοκρατίας μπορεί να τσακιστεί μόνο με την ωμή βία του προλεταριάτου. Η κατάκτηση της εξουσίας απ' το προλεταριάτο είναι η βίαια ανατροπή της κεφαλαιοκρατικής εξουσίας, η καταστροφή της κεφαλαιοκρατικής κρατικής μηχανής (αστικός στρατός, αστυνομία, γραφειοκρατική ιεραρχία, δικαστήρια, κοινοβούλια, κλπ.) και η αντικατάσταση της με νέα όργανα προλεταριακής εξουσίας, που είναι πρωτ' απ’ όλα όργανα κατάπνιξης των εκμεταλλευτών" ("Πρόγραμμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς", σελ. 38).
Οι Μαρξ-Ένγκελς-Λένιν-Στάλιν θεωρούσαν τη βίαιη επανάσταση γενικό νόμο κάθε προλεταριακής και αντιιμπεριαλιστικής επανάστασης και ταυτόχρονα επέμειναν στην ιδεολογικο-πολιτική διαπαιδαγώγηση του προλεταριάτου σ’ αυτή την κατεύθυνση. Ο Λένιν υπογράμμιζε ότι "η ανάγκη της συστηματικής διαπαιδαγώγησης των μαζών στο πνεύμα αυτής και μόνο αυτής της άποψης για τη βίαιη επανάσταση βρίσκεται στη βάση όλης της διδασκαλίας των Μαρξ και του Ένγκελς" (Λένιν, "Κράτος κα Επανάσταση", σελ. 20). Ενώ αλλού τονίζει: "χωρίς τη βία ενάντια στους καταπιεστές που έχουν στα χέρια τους τα μέσα και τα όργανα εξουσίας δεν μπορεί κανείς να απαλλάξει το λαό από τους καταπιεστές" (Λένιν, τόμος 12, σελ. 312) και ακόμα πως ο καπιταλισμός δεν μπορεί να γκρεμιστεί παρά μόνο με την επανάσταση" (Λένιν, τόμος 38, σελ. 393).
Ο Λένιν ασκώντας κριτική στους ηγέτες της IIης Διεθνούς έγραφε πως "μόνο παλιάνθρωποι ή κουτεντέδες μπορούν να νομίζουν πως το προλεταριάτο πρέπει πρώτα να καταχτήσει την πλειοψηφία στις εκλογές, διενεργούμενες κάτω απ το ζυγό της αστικής τάξης, κάτω απ' το ζυγό της μισθωτής δουλείας, και έπειτα να προσπαθήσει να κατακτήσει την εξουσία. Αυτό είναι αποκορύφωμα αμβλύνοιας ή υποκρισίας είναι η αντικατάσταση της ταξικής πάλης και της επανάστασης με εκλογές στις συνθήκες του παλιού καθεστώτος, της παλιάς εξουσίας" (Λένιν, τόμος 30, σελ. 40-41). Επίσης αναφερόμενος στο "σχολειό του εμφύλιου πολέμου" που περνάνε οι λαοί σημείωνε σαρκαστικά πως "μόνο σκουριασμένοι σχολαστικοί και αποβλακωμένες μούμιες μπορεί να κλαψουρίζουν επειδή οι λαοί περνούν αυτό το σχολειό" (Λένιν, τόμος 15, σελ. 177).
Επίσης ο Στάλιν θεωρούσε ότι "η βίαιη επανάσταση, η διχτατορία του προλεταριάτου, είναι αναπόφευχτος και υποχρεωτικός όρος για την κίνηση προς το σοσιαλισμό σ' όλα χωρίς εξαίρεση τα ιμπεριαλιστικά κράτη" (Στάλιν, τόμος 8, σελ. 350), και απαντώντας στο ερώτημα αν το αστικό καθεστώς μπορεί να μετασχηματιστεί χωρίς τη βίαιη επανάσταση και τη διχτατορία του προλεταριάτου σημείωνε: "είναι ξεκάθαρο πως δεν μπορεί. Το να πιστεύει κανείς ότι μια τέτοια επανάσταση μπορεί να γίνει ειρηνικά, μέσα στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας, που προσαρμοσμένη στην κυριαρχία της αστικής τάξης, σημαίνει ότι τρελάθηκε και έχασε το νόημα των λογικών ανθρώπινων εννοιών, ή ότι απαρνιέται ξετσίπωτα και απροκάλυπτα την προλεταριακή επανάσταση". (Στάλιν, τόμος 8 σελ, 28-29).
Από τα παραπάνω είναι φανερό, πως ο "ειρηνικός κοινοβουλευτικός δρόμος" των χρουτσωφικών ρεβιζιονιστών δεν έχει καμιά σχέση με τις επαναστατικές απόψεις των Μαρξ-Ένγκελς-Λένιν-Στάλιν, πως όχι μόνο δεν αποτελεί "δημιουργική ανάπτυξη του μαρξισμού στις νέες συνθήκες" όπως διατείνονται οι ρεβιζιονιστές, μα πρόκειται για πλήρη άρνηση και προδοσία του.
Ο μαρξισμός-λενινισμός-σταλινισμός διδάσκει, και η ιστορική πείρα της ταξικής πάλης του προλεταριάτου έχει επιβεβαιώσει (Παρισινή Κομμούνα, Μεγάλη Οχτωβριανή Επανάσταση, κλπ.), ότι η νίκη της προλεταριακής και αντιιμπεριαλιστικής επανάστασης πάνω στην μπουρζουαζία είναι εντελώς αδύνατη χωρίς τη χρησιμοποίηση επαναστατικής βίας, ότι η εργατική τάξη δεν μπορεί να καταλάβει την πολιτική εξουσία χωρίς ένοπλο αγώνα. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την αρνητική πείρα της Χιλής, την περίπτωση της οποίας οι χρουτσωφικοί ρεβιζιονιστές διαφήμισαν κατά κόρον ως δήθεν "επιβεβαίωση" των προδοτικών αντεπαναστατικών σοσιαλδημοκρατικών τους απόψεων.
β. Συντριβή ή διατήρηση της αστικής κρατικής μηχανής;
Σχετικά με το δεύτερο βασικό ζήτημα της προλεταριακής επανάστασης, δηλαδή εκείνο της στάσης του προλεταριάτου και του κόμματος του απέναντι στο αστικό κράτος, στο 20ο Συνέδριο αναφέρεται, ότι η εργατική τάξη αφού καταχτήσει σταθερή πλειοψηφία στη Βουλή τη μετατρέπει "από όργανο της αστικής δημοκρατίας σε όργανο της πραγματικής λαϊκής θέλησης" και σ' αυτή την περίπτωση "ο θεσμός τούτος" μπορεί "να γίνει όργανο πραγματικής δημοκρατίας, δημοκρατίας για τους εργαζόμενους" (Ν. Σ. Χρουστσιόφ, "Λογοδοσία της ΚΕ του ΚΚΣΕ στο XX Συνέδριο του Κόμματος, σελ. 42, "Πολιτικές και λογοτεχνικές εκδόσεις" 1956). Δηλαδή οι χρουτσωφικοί ρεβιζιονιστές διατυπώνουν τη θέση, ότι το πέρασμα στο σοσιαλισμό είναι δυνατό να γίνει χωρίς την συντριβή του αστικού κρατικού μηχανισμού και μάλιστα με τη "βοήθεια" και την χρησιμοποίηση γι' αυτό το σκοπό του αστικού κοινοβουλίου (και του αστικού κράτους γενικά) από το προλεταριάτο, που "είναι θεσμός ξένος, όργανο καταπίεσης των προλετάριων από την αστική τάξη, θεσμός της εχθρικής τάξης, της εκμεταλλεύτριας μειοψηφίας" (Λένιν: "Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Καούτσκι, σελ. 21), το οποίο δήθεν αυτόματα γίνεται "όργανο πραγματικής δημοκρατίας για τους εργαζόμενους".
Και αυτή η θέση του 20ου Συνεδρίου δεν είναι νέα. Πρωτοδιατυπώθηκε από τον Μπερνστάϊν και τους ηγέτες της IIης Διεθνούς (Καούτσκι, κλπ.) και είναι δανεισμένη από τα προγράμματα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων.
Δεν θα παραθέσουμε εδώ αποσπάσματα από τα έργα του Καούτσκι και των άλλων προδοτών ηγετών της σοσιαλδημοκρατίας αφού σ' αυτά αναφέρεται εκτεταμένα ο Λένιν σε πολλά έργα και κυρίως στα "Κράτος και Επανάσταση" και "Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Καούτσκι", αλλά θα περιοριστούμε να δώσουμε την εκτίμηση του Λένιν για τις σχετικές απόψεις του Καούτσκι: "Ο Καούτσκι είτε παραιτείται από κάθε πέρασμα της κρατικής εξουσίας στα χέρια της εργατικής τάξης, είτε δέχεται να πάρει η εργατική τάξη στα χέρια της την παλιά, αστική, κρατική μηχανή, αλλά με κανέναν τρόπο δεν δέχεται να την τσακίσει, να την συντρίψει και να την αντικαταστήσει με μια νέα, προλεταριακή. Όπως και να "ερμηνεύσεις", όπως και να "εξηγήσεις" τον συλλογισμό του Καούτσκι και στις δυο περιπτώσεις η ρήξη με το μαρξισμό και το πέρασμα με το μέρος της αστικής τάξης είναι ολοφάνερο" (Λένιν, Ή προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Καούτσκι", σελ. 34).
Ως γνωστό "το κύριο, το βασικό στη διδασκαλία του μαρξισμού για το κράτος", σε σχέση με την επανάσταση, συνίσταται στο ότι το προλεταριάτο δεν πρέπει να περιοριστεί απλά στην κατάληψη του, αλλά να το συντρίψει, να το τσακίσει. Σ' αυτό βρίσκεται και η διαφορά μεταξύ της προλεταριακής επανάστασης και όλων των προηγούμενων επαναστάσεων που τελειοποιούσαν τη κρατική μηχανή.
Ο Μαρξ θεωρεί το τσάκισμα της αστικής κρατικής μηχανής ως "προκαταρκτικό όρο κάθε πραγματικής λαϊκής επανάστασης" (Γράμμα στον Κούγκελμαν, 12 Απρίλη 1871). Επίσης στον πρόλογο τους στη γερμανική έκδοση (1872) του "Μανιφέστου" οι Μαρξ-Ένγκελς, γενικεύοντας την πείρα της Παρισινής Κουμμούνας, σημειώνουν ότι "η Κουμμούνα, ιδίως απόδειξε ότι δε μπορεί η εργατική τάξη να πάρει στα χέρια της την έτοιμη αστική κρατική μηχανή και να τη βάλει σε κίνηση για τους δικούς της σκοπούς" (Μαρξ / Ένγκελς, "Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος", σελ. 6).
Και ο Λένιν υπογραμμίζει "η σκέψη του Μαρξ είναι ότι η εργατική τάξη πρέπει να συντρίψει, να τσακίσει την "έτοιμη κρατική μηχανή" και να μην περιοριστεί στην απλή κατάληψη της" (Λένιν, "Κράτος και Επανάσταση", σελ. 34), ενώ σ' άλλο σημείο γράφει: "η απελευθέρωση της καταπιεζόμενης τάξης είναι αδύνατη όχι μονάχα χωρίς βίαιη επανάσταση, αλλά και χωρίς την καταστροφή του μηχανισμού της κρατικής εξουσίας που δημιούργησε η κυρίαρχη τάξη" (Λένιν, "Κράτος και Επανάσταση", σελ. 8).
Επομένως η θέση του 20ου Συνεδρίου της δήθεν δυνατότητας "χρησιμοποίησης" από το προλεταριάτο του αστικού κοινοβουλίου, και γενικά του αστικού κράτους, για το πέρασμα στο σοσιαλισμό δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με τις απόψεις των κλασικών, συνιστά ανοιχτή εγκατάλειψη-απόρριψη και προδοσία του μαρξισμού-λενινισμού, βρίσκεται σε πλήρη ρήξη και αντίθεση με τη μαρξιστική θέση για το αναπόφευχτο και την αναγκαιότητα συντριβής της αστικής κρατικής μηχανής ως προκαταρκτικού όρου για την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη και την εγκαθίδρυση της διχτατορίας του προλεταριάτου.
γ. Ανοιχτή απόρριψη της διχτατορίας του προλεταριάτου:
Σύμφωνα με την επαναστατική διδασκαλία των Μαρξ-Ένγκελς-Λένιν-Στάλιν "ο νόμος της βίαιης επανάστασης του προλεταριάτου" και ο "νόμος της συντριβής της αστικής κρατικής μηχανής" αποτελούν "νόμους αναπόφευχτους" και "προκαταβολικούς όρους" (Στάλιν) για τη νίκη της προλεταριακής επανάστασης, δηλ. για την εγκαθίδρυση της διχτατορίας του προλεταριάτου - που είναι το πιο σπουδαίο στο μαρξισμό - χωρίς την οποία η εργατική τάξη, με επικεφαλής το κόμμα της, δεν μπορεί να νικήσει την μπουρζουαζία και να θριαμβεύσει η επανάσταση, δεν μπορεί να αποκρούσει τις αντεπαναστατικές της απόπειρες και να στερεώσει την πολιτική της κυριαρχία, πολύ περισσότερο δεν μπορεί να προχωρήσει στον επαναστατικό μετασχηματισμό της καπιταλιστικής οικονομικής βάσης στην κατεύθυνση της οικοδόμησης της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής κοινωνίας. "Η διχτατορία του προλεταριάτου... είναι απαραίτητη για την ανατροπή της αστικής τάξης και την απόκρουση των αντεπαναστατικών της αποπειρών" (Λένιν, τόμος 30, σελ. 122).
Στην εισήγηση του στο 20ο Συνέδριο, όπως προκύπτει απ' όλο το σχετικό κείμενο και από τα αποσπάσματα που παραθέσαμε παραπάνω, ο αποστάτης Ν. Χρουτσώφ πουθενά δεν αναφέρει, έστω και φραστικά, την έννοια διχτατορία του προλεταριάτου. Επομένως οι χρουτσωφικοί ρεβιζιονιστές απέρριψαν σ' αυτό το Συνέδριο τη διχτατορία του προλεταριάτου τόσο ουσιαστικά (από πλευράς περιεχομένου) όσο και τυπικά (αφού δεν μιλούν καθόλου γι' αυτήν σε σχέση με την επανάσταση), απεναντίας κάνουν λόγο για το αστικό κοινοβούλιο που δήθεν μπορεί - χωρίς να προηγηθεί ένοπλη εξέγερση και συντριβή της αστικής κρατικής μηχανής και αντικατάσταση της με νέα όργανα - να μετατραπεί σε "όργανο δημοκρατίας για τους εργαζόμενους"(!).
Όμως, όπως υπογραμμίζει ο Λένιν, "η αντικατάσταση του αστικού κράτους είναι αδύνατη χωρίς βίαιη επανάσταση" και επιπλέον η απελευθέρωση της εργατικής τάξης από τα καπιταλιστικά δεσμά "είναι αδύνατη όχι μονάχα χωρίς βίαιη επανάσταση, αλλά και χωρίς την καταστροφή του μηχανισμού της εξουσίας που δημιούργησε η κυρίαρχη τάξη" (Λένιν, "Κράτος και Επανάσταση", σελ. 8 και 21).
Όπως είναι γνωστό, όλα τα πρώην κομμουνιστικά κόμματα που ακολούθησαν το χρουτσωφικό ρεβιζιονισμό έχοντας σαν αφετηρία και βάση την αντιμαρξιστική γραμμή του 20ου Συνεδρίου αρχικά εγκατέλειψαν σιωπηρά τη διχτατορία του προλεταριάτου και στη συνέχεια τη διέγραψαν και ως έννοια από τα προγράμματα τους, βαδίζοντας έτσι στο δρόμο της σοσιαλδημοκρατίας και περνώντας ουσιαστικά στο στρατόπεδο της αστικής τάξης - δυο κατευθύνσεις "πιασμένες χέρι-χέρι" που στήριξαν μαζί μετά το '56 το καπιταλιστικό σύστημα.
Ο χρουτσωφικός δρόμος και στο ζήτημα της διχτατορίας του προλεταριάτου είναι ο παλιός γνώριμος δρόμος της σοσιαλδημοκρατίας (και των ηγετών της IIης Διεθνούς), που από έλλειψη χώρου δεν είναι δυνατόν να παραθέσουμε εδώ αποσπάσματα από τα προγράμματα της.
Σ' αντίθεση με την επανέκδοση των αντιμαρξιστικών απόψεων της σοσιαλδημοκρατίας εκ μέρους των προδοτών χρουτσωφικών ρεβιζιονιστών στο 20ο Συνέδριο, οι μαρξιστές υπεράσπισαν πάντα και υπερασπίζουν την επαναστατική αρχή της διχτατορίας του προλεταριάτου που συνάμα αποτελεί την πιο βασική ανακάλυψη του Μαρξ σχετικά με το ζήτημα της επανάστασης, και η οποία συνίσταται στο "2) ότι η ταξική πάλη οδηγεί αναγκαστικά στη διχτατορία του προλεταριάτου, 3) ότι η ίδια αυτή η διχτατορία αποτελεί μονάχα το πέρασμα στην κατάργηση όλων των τάξεων και σε μιαν αταξική κοινωνία” (Μαρξ / Έγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμος II, σελ. 530).
Τέλος ο Λένιν υπογραμμίζει πως σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί μαρξιστής εκείνος που δεν αναγνωρίζει τη διχτατορία του προλεταριάτου και πως "μαρξιστής είναι μόνο εκείνος που επεκτείνει την αναγνώριση της πάλης των τάξεων ως την αναγνώριση της διχτατορίας του προλεταριάτου. Αυτού βρίσκεται η πιο βαθειά διαφορά του μαρξιστή από τον μικρό (μα και μεγάλο) αστό της αράδας" (Λένιν, "Κράτος και Επανάσταση", σελ. 32).
Από τα παραπάνω είναι φανερό, ότι το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ και στα τρία ζητήματα της προλεταριακής επανάστασης δεν παρουσίασε τίποτε το νέο. Απλά επανέλαβε-αναμάσησε και υιοθέτησε τις πασίγνωστες παλιές απόψεις-θέσεις της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και των χρεοκοπημένων ηγετών της IIης Διεθνούς - απόψεις που από τη μια επιδίωκαν και επιδιώκουν την εξαπάτηση και τον αποπροσανατολισμό της εργατικής τάξης και από την άλλη την υπεράσπιση, διάσωση και διαιώνιση του εκμεταλλευτικού καπιταλιστικού συστήματος, κάτι που σήμερα επιβεβαιώνεται σαφώς από τη σχεδόν εκατονταετή πρακτική δράση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και την 40ετή των ρεβιζιονιστικών κομμάτων.
Δ. Το ζήτημα του σοσιαλισμού.
Σχετικά με το ζήτημα του σοσιαλισμού ως τελικού σκοπού της εργατικής τάξης και τη συνέχιση ή μη της οικοδόμησης του στη Σοβιετική Ένωση και στις άλλες χώρες, το 20ο συνέδριο έθεσε στο κομμουνιστικό κίνημα δύο νέα προβλήματα:
Αναθεώρησε-εγκατέλειψε την μαρξιστική αντίληψη του σοσιαλισμού που δέχονταν όλα τα κομμουνιστικά κόμματα από την εποχή της Γ' ΚΔ (Μάρτης 1919) και την αντικατέστησε με την αντιμαρξιστική αντίληψη ενός "σοσιαλισμού" χωρίς διχτατορία του προλεταριάτου (δηλ. με τη γνωστή περί "σοσιαλισμού" αντίληψη της σοσιαλδημοκρατίας) ως τελικού σκοπού του διεθνούς επαναστατικού κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος
Απόρριψε τη θέση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος για τη Γιουγκοσλαβία, παρουσιάζοντας την, για πρώτη φορά από το 1948, ως χώρα "σοσιαλιστική"(!) - θέση που συνδέεται άμεσα με την τύχη του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση, δηλ. τη συνέχιση ή διακοπή της οικοδόμησης του σ' αυτή, εγκαινιάζοντας (με τον τιτοϊκό δρόμο) μια πολιτική υπονόμευσης και εξάλειψης όλων των σοσιαλιστικών κατακτήσεων στη Σοβιετική Ένωση. Επίσης είναι προφανές, ότι η προβολή της Γιουγκοσλαβίας ως χώρας "σοσιαλιστικής" εμπεριέχει ταυτόχρονα και μια εξίσου αντιμαρξιστική αντίληψη του σοσιαλισμού: εκείνη του λεγόμενου "σοσιαλισμού της αυτοδιαχείρισης" ("σοσιαλισμός" χωρίς διχτατορία του προλεταριάτου, στον οποίο κυριαρχεί η κρατική καπιταλιστική, η ομαδική και η ατομική μικροιδιοκτησία στη βιομηχανία, την αγροτική οικονομία κ.λπ.).
α. Ανοιχτή απόρριψη της μαρξιστικής αντίληψης του σοσιαλισμού:
Στην εισήγηση του στο 20ο συνέδριο ο Ν. Χρουτσώφ - παρόλο που δεν πραγματεύεται χωριστά το ζήτημα του σοσιαλισμού - αναφερόμενος στις λεγόμενες "μορφές περάσματος των διαφόρων χωρών στο σοσιαλισμό" μιλάει για μετατροπή, μέσω των εκλογών, του αστικού κοινοβουλίου από "όργανο της αστικής δημοκρατίας" σε όργανο δήθεν "πραγματικής δημοκρατίας, δημοκρατίας για τους εργαζόμενους" και για "πέρασμα των βασικών μέσων παραγωγής στα χέρια του λαού" (Ν. Χρουστσιόφ: "Λογοδοσία της ΚΕ του ΚΚΣΕ στο XX συνέδριο του κόμματος", σελ. 41-42, "Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις" 1956). Αυτή είναι η "νέα" αντίληψη του "σοσιαλισμού", που διατύπωσε η χρουτσωφική ρεβιζιονιστική ομάδα στο 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ.
Η πρώτη βασική παρατήρηση, σε σχέση με το ζήτημα του σοσιαλισμού, είναι ότι εδώ ο Χρουτσώφ ενώ μιλάει για "δημοκρατία για τους εργαζόμενους" και για "πέρασμα των βασικών μέσων παραγωγής στα χέρια του λαού" δεν αναφέρει ούτε καν φραστικά τη διχτατορία του προλεταριάτου: δηλαδή υιοθετεί, προβάλει και προπαγανδίζει έναν "σοσιαλισμό" χωρίς διχτατορία του προλεταριάτου όπως έκαναν από δεκαετίες πριν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και η σοσιαλιστική διεθνή.
Όμως χωρίς διχτατορία του προλεταριάτου δεν μπορεί να υπάρξει "δημοκρατία για τους εργαζόμενους", όπως ισχυρίζονται οι χρουτσωφικοί ρεβιζιονιστές δεν μπορεί να υπάρξει και ούτε φυσικά να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός
Η δεύτερη παρατήρηση είναι ότι, αν στο 20ο συνέδριο μνημονεύονταν η διχτατορία του προλεταριάτου, τότε αυτό θα είχε αποκλειστικά και μόνο δημαγωγική αξία, επειδή, ως γνωστόν, η βίαιη επανάσταση και η πλήρης συντριβή της αστικής κρατικής μηχανής αποτελούν προκαταβολικούς όρους- προϋποθέσεις για την εγκαθίδρυση της, τις οποίες όμως αρνείται η εισήγηση του αποστάτη Χρουτσώφ και αντ' αυτών προβάλλει τον "ειρηνικό κοινοβουλευτικό δρόμο" και τη διατήρηση της αστικής κρατικής μηχανής, που όπως είδαμε σε προηγούμενο άρθρο, ποτέ δεν οδηγούν στην εγκαθίδρυση της διχτατορίας του προλεταριάτου. Άρνηση της βίαιης επανάστασης και της συντριβής αστικής κρατικής μηχανής σημαίνει άρνηση της διχτατορίας του προλεταριάτου και προφανώς της μαρξιστικής αντίληψης του σοσιαλισμού.
Επομένως και οι δυο περιπτώσεις της εισήγησης του 20ου συνεδρίου - τόσο η άμεση όσο και η έμμεση απόρριψη της διχτατορίας του προλεταριάτου - οδηγούν αναπόφευκτα σ' άρνηση και απόρριψη της επιστημονικής αντίληψης του σοσιαλισμού των Μαρξ-Ένγκελς-Λένιν-Στάλιν.
Οι χρουτσωφικοί ρεβιζιονιστές ξέθαψαν απλά και υιοθέτησαν τις αντιμαρξιστικές περί σοσιαλισμού αντιλήψεις της σοσιαλδημοκρατίας πράγμα που στη συνέχεια επιβεβαιώνεται από τη δράση τους και επιπλέον αργότερα το ομολογούν οι ίδιοι, όταν μιλούν "για την επιτυχία της κοινής πάλης των κομμουνιστών (διάβαζε: των ρεβιζιονιστών) και των σοσιαλδημοκρατών για τη δημοκρατία και το σοσιαλισμό"! (Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Ινστιτούτο Φιλοσοφίας "Η πάλη των ιδεών στο σύγχρονο κόσμο", τομ. 2, σελ. 50, εκδόσεις "Σύγχρονη Εποχή", Αθήνα 1980). Και αλλού: "οι κομμουνιστές (διάβαζε: οι ρεβιζιονιστές) που δίνουν αποφασιστική σημασία στην ενότητα της εργατικής τάξης τάσσονται υπέρ της συνεργασίας με τους σοσιαλιστές και τους σοσιαλδημοκράτες για να εγκαθιδρύσουν σήμερα ένα προοδευτικό δημοκρατικό καθεστώς και για να οικοδομήσουν στο μέλλον τη σοσιαλιστική κοινωνία"! (διεθνής Σύσκεψη Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων, Μόσχα 17 Ιούνη 1969, σελ. 27, έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ).
Χρουτσωφικοί ρεβιζιονιστές και σοσιαλδημοκράτες μαζί για το "σοσιαλισμό"; Όχι βέβαια! Από το 20ο Συνέδριο, λοιπόν, και ύστερα ρεβιζιονιστές και σοσιαλδημοκράτες συνειδητά και από κοινού, μ' εντολή των ιμπεριαλιστών, αγωνίστηκαν για το γκρέμισμα του σοσιαλιστικού συστήματος στη Σοβιετική Ένωση και στις άλλες χώρες τη διάλυση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, τη σοσιαλδημοκρατικοποίηση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και τη διάσωση του εκμεταλλευτικού καπιταλιστικού συστήματος μ' όλες τις σημερινές βαριές τραγικές συνέπειες για την εργατική τάξη και τους λαούς.
Σ' αντίθεση με τους σοσιαλδημοκράτες και τους χρουτσωφικούς ρεβιζιονιστές για τους Μαρξ-Ένγκελς-Λένιν-Στάλιν σοσιαλισμός είναι διχτατορία του προλεταριάτου. Χωρίς διχτατορία του προλεταριάτου δεν νοείται ούτε μπορεί να υπάρξει σοσιαλισμός Οι οποιεσδήποτε άλλες περί σοσιαλισμού αντιλήψεις χωρίς διχτατορία του προλεταριάτου δεν έχουν καμιά σχέση με την επιστημονική αντίληψη του σοσιαλισμού και είναι ξένες προς το μαρξισμό-λενινισμό-σταλινισμό.
Ήδη από το 1850 ο Μαρξ όριζε το σοσιαλισμό ως "... την ταξική διχτατορία του προλεταριάτου σαν το αναπόφευκτο μεταβατικό στάδιο για την κατάργηση των ταξικών διαφορών γενικά, για την κατάργηση όλων των παραγωγικών σχέσεων που πάνω του στηρίζονται, για την κατάργηση όλων των κοινωνικών σχέσεων που αντιστοιχούν στις παραγωγικές αυτές σχέσεις για την ανατροπή όλων των ιδεών που απορρέουν από τις κοινωνικές αυτές σχέσεις" (Καρλ Μαρξ: "Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία", σελ. 156). Ενώ δυο χρόνια αργότερα το 1852 υπογράμμιζε "2) ότι η ταξική πάλη οδηγεί αναγκαστικά στη διχτατορία του προλεταριάτου, 3) ότι ήδη αυτή η διχτατορία αποτελεί μονάχα το πέρασμα στην κατάργηση όλων των τάξεων και σε μιαν αταξική κοινωνία" (Μαρξ / Ένγκελς Διαλεχτά Έργα, τομ. II, σελ. 530). Αν εδώ δεν επιτρέπει ο χώρος να επεκταθούμε περισσότερο και περιοριζόμαστε σε μια πλευρά, την πιο ουσιαστική, της μαρξιστικής αντίληψης του σοσιαλισμού που είναι η διχτατορία του προλεταριάτου (με αναφορά μόνο στο Μαρξ), αυτό δε σημαίνει ότι οι χρουτσωφικοί ρεβιζιονιστές δεν αναθεώρησαν και σειρά άλλες πλευρές της μαρξιστικής αντίληψης του σοσιαλισμού.
Συμπερασματικά: οι χρουτσωφικοί ρεβιζιονιστές, όπως δείξαμε, δεν αναθεώρησαν μόνο τον μαρξισμό-λενινισμό στα βασικά ζητήματα της προλεταριακής επανάστασης αλλά και στο ζήτημα του σοσιαλισμού - κομμουνισμού που αποτελεί τον τελικό σκοπό της εργατικής τάξης μπαίνοντας έτσι οριστικά στον αντεπαναστατικό δρόμο της σοσιαλδημοκρατίας και περνώντας με το μέρος της αστικής τάξης και του διεθνούς ιμπεριαλισμού.
β. Η Γιουγκοσλαβία χώρα «σοσιαλιστική»(!) ή η Σοβιετική Ένωση μπαίνει στον τιτοϊκό δρόμο της καπιταλιστικής παλινόρθωσης;
Για πρώτη φορά μετά το 1948 η ρεβιζιονιστική ομάδα του Χρουτσώφ εγκαταλείπει ανοιχτά και επίσημα από το βήμα του 20ου Συνεδρίου τη σωστή μαρξιστική θέση-εκτίμηση του διεθνούς κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος σχετικά με τη Γιουγκοσλαβία (= χώρα καπιταλιστική και εξαρτημένη από τους ιμπεριαλιστές) και τη βαφτίζει αυθαίρετα "σοσιαλιστική" χώρα.
Ο Ν. Χρουτσώφ ανακοινώνει την οριστική "εξομάλυνση των σχέσεων με την αδελφή Γιουγκοσλαβία" (σελ. 27) της Σοβιετικής Ένωσης μιλάει για τις "όχι μικρές επιτυχίες στη σοσιαλιστική οικοδόμηση" που σημείωσε η Γιουγκοσλαβία (σελ. 6) για να επαναλάβει και υπογραμμίσει: "στην Ομοσπονδιακή Λαϊκή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας όπου η εξουσία ανήκει στους εργαζόμενους και η κοινωνία βασίζεται στην κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής κατά την πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης δημιουργούνται ιδιότυπες συγκεκριμένες μορφές διεύθυνσης της οικονομίας και οργάνωσης του κρατικού μηχανισμού" (Ν. Χρουστσιόφ: "Λογοδοσία της ΚΕ του ΚΚΣΕ στο XX συνέδριο του κόμματος", σελ. 40, "Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις" 1956).
Οι ισχυρισμοί αυτοί της αποστάτριας κλίκας του Χρουτσώφ για το πολιτικό καθεστώς και το κοινωνικό-οικονομικό σύστημα της Γιουγκοσλαβίας δεν έχουν καμιά σχέση με μαρξιστική ανάλυση, και το πιο σπουδαίο, βρίσκονται σε πλήρη-κραυγαλέα αντίθεση με την οικονομικο-κοινωνικο-πολιτική πραγματικότητα της τότε και μετέπειτα Γιουγκοσλαβίας και διαψεύδονται απ' αυτήν και επιπλέον προβάλλονται σε μια στιγμή όταν η προδοτική πολιτική της ρεβιζιονιστικής-τροτσκιστικής κλίκας των Τίτο-Ράνκοβιτς-Καρντέλι-Τζίλας έχει ήδη οδηγήσει τη χώρα όχι μόνο σε πλήρη άνθιση του καπιταλισμού σ' όλους τους τομείς αλλά και σε ολόπλευρη εξάρτηση της οικονομίας της από το ξένο κεφάλαιο, σε μια ολοκληρωτική οικονομικο-πολιτικό-στρατιωτική υποταγή της στους αμερικανοΝΑΓΟϊκούς ιμπεριαλιστές.
Πρώτα-πρώτα στη Γιουγκοσλαβία η εξουσία δεν ανήκε στους εργαζόμενους αφού σ' αυτή δεν υπήρχε διχτατορία του προλεταριάτου (κάτι που ομολογούσε ανοιχτά και η τιτοϊκή κλίκα). Η εξουσία αυτή ήταν μια αστική εξουσία και μάλιστα φασιστικού τύπου, αφού ίσχυαν φασιστικοί νόμοι και ήταν γεμάτες οι φυλακές και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης με δεκάδες χιλιάδες αντιφασίστες και κομμουνιστές.
Δεύτερο, η λεγόμενη "κοινωνική ιδιοκτησία", που από τους χρουτσωφικούς ρεβιζιονιστές διαφημίζεται εδώ ως "σοσιαλιστική ιδιοχτησία" και παρουσιάστηκε απ ' αυτούς δεκαετίες ολόκληρες ως "απόδειξη"(!) για το χαρακτηρισμό της Γιουγκοσλαβίας ως χώρας "σοσιαλιστικής", στην πραγματικότητα - χωρίς διχτατορία του προλεταριάτου - είναι κρατική καπιταλιστική ιδιοκτησία. Στην Γιουγκοσλαβία εκείνης και της μετέπειτα περιόδου υπήρχε μόνο καπιταλιστική ιδιοκτησία με τη μορφή της κρατικής συνεταιριστικής, ομαδικής και ατομικής μικροϊδιοκτησίας σ' όλους τους τομείς της οικονομίας (βιομηχανία, αγροτική οικονομία, κ.λπ.) και δρούσαν σ' αυτή όλοι οι οικονομικοί νόμοι του καπιταλισμού. Μεγάλη ήταν και η διείσδυση του ξένου κεφαλαίου στους βασικούς τομείς της Γιουγκοσλάβικης οικονομίας.
Από τις αρχές της δεκαετίας του '50 η ρεβιζιονιστική τιτοϊκή κλίκα εισήγαγε, ως γνωστόν, στη γιουγκοσλαβική οικονομία το σύστημα της λεγόμενης “εργατικής ή σοσιαλιστικής αυτοδιαχείρισης", δηλ. το πέρασμα των επιχειρήσεων από το κράτος στα χέρια των "κολλεχτίβων εργατών", οι οποίες παρήγαν και λειτουργούσαν με βάση το κέρδος (Τίτο: "εκχώρηση των εργοστασίων και των άλλων οικονομικών επιχειρήσεων από τα χέρια του κράτους στα χέρια των εργατών για να τα διευθύνουν"). Το άναρχο συνδικαλιστικό αυτό σύστημα δεν έχει τίποτε το κοινό με τον επιστημονικό σοσιαλισμό και σημαίνει τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη "ανοιχτή άρνηση των δίδαγματων του μαρξισμού-λενινισμού και των γενικών νόμων της οικοδόμησης του σοσιαλισμού" (Ε. Χότζα), και για το οποίο ο Λένιν σημείωνε: "Κάθε άμεση ή έμμεση νόμιμοποίηση της ιδιοχτησίας των εργατών μεμονωμένων εργοστασίων ή μεμονωμένων κλάδων παραγωγής, κάθε άμεση ή έμμεση νομιμοποίηση του δικαιώματος να εξασθενίσουν ή εμποδίσουν τις εντολές της κρατικής εξουσίας σημαίνει τη μεγαλύτερη διαστρέβλωση των βασικών αρχών της σοβιετικής εξουσίας και την πλήρη εγκατάλειψη του σοσιαλισμού" (Λένιν, τόμος 36, σελ. 481). Πασίγνωστο επίσης είναι ότι η γιουγκοσλάβικη οικονομία από εκείνη την περίοδο και ύστερα είχε ως μόνιμους συνοδοιπόρους όλα τα σύμφυτα στον καπιταλισμό φαινόμενα όπως κρίσεις, ανεργία, πληθωρισμό κ.λπ.
Φυσικά οι αστοί και ρεβιζιονιστές (χρουτσωφικοί, τιτοϊκοί, σοσιαλδημοκράτες, τροτσκιστές, κλπ.) ιδεολόγοι που παρουσίαζαν την Γιουγκοσλαβία ως χώρα "σοσιαλιστική" γνώριζαν καλύτερα από τον καθένα ότι ήταν καπιταλιστική. Το έκαναν όμως για να εξαπατήσουν την εργατική τάξη και να αποπροσανατολίσουν το εργατικό κίνημα.
Σε πλήρη αντίθεση με τις αντιμαρξιστικές φλυαρίες του αποστάτη Χρουτσώφ στο 20ο συνέδριο για δήθεν "οικοδόμηση του σοσιαλισμού" στην Γιουγκοσλαβία, το Γραφείο Πληροφοριών των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων ήδη από το 1948, μελετώντας τη γραμμή της ηγεσίας του γιουγκοσλάβικου κομμουνιστικού κόμματος, διαπίστωνε ότι αυτή "τον τελευταίο καιρό στα βασικά ζητήματα της εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής εφαρμόζει μια λαθεμένη γραμμή που συνιστά μια παρέκκλιση από τα μαρξισμό-λενινισμό", ότι έχει εγκαταλείψει τις διεθνιστικές παραδόσεις και περνά από τη "δημοκρατία και το σοσιαλισμό στον αστικό εθνικισμό" και προσανατολίζει τους λαούς της Γιουγκοσλαβίας "σε καπιταλιστική κατεύθυνση".
Αν τον Ιούνη του 1948 το Γραφείο Πληροφοριών διαπίστωνε το πέρασμα της τιτοϊκής Γιουγκοσλαβίας από τη "δημοκρατία και το σοσιαλισμό στον αστικό εθνικισμό", το Νοέμβρη του 1949 διαπιστώνει το πέρασμα της τιτοϊκής-τροτσκιστικής κλίκας από τον "αστικό εθνικισμό στο φασισμό και ευθέως στην προδοσία των εθνικών συμφερόντων της Γιουγκοσλαβίας", ότι "η γιουγκοσλάβικη κυβέρνηση πέρασε στην πλήρη εξάρτηση των εξωτερικών ιμπεριαλιστικών κύκλων και έχει γίνει όργανο της επιθετικής πολιτικής αυτών των κύκλων, πράγμα που είχε σαν συνέπεια την εξάλειψη της αυτονομίας και ανεξαρτησία της Γιουγκοσλάβικης Δημοκρατίας". "Η κλίκα των πληρωμένων κατασκόπων και δολοφόνων του Βελιγραδίου έχει κλείσει ανοιχτά μια συμμαχία με την ιμπεριαλιστική αντίδραση και μπήκε στην υπηρεσία της, όπως αποκάλυψε μ’ όλη τη σαφήνεια η δίκη της Βουδαπέστης ενάντια στους Rajk και Brankow”.
"Στον τομέα της εσωτερικής πολιτικής το βασικό αποτέλεσμα της δραστηριότητας της προδοτικής κλίκας Τίτο-Ράνκοβιτς είναι η ουσιαστική διάλυση του λαϊκοδημοκρατικού καθεστώτος στη Γιουγκοσλαβία. Σαν συνέπεια της αντεπαναστατικής πολιτικής της κλίκας Τίτο-Ράνκοβιτς, η οποία σφετερίστηκε την εξουσία στο κόμμα και το κράτος, εγκαθιδρύθηκε στη Γιουγκοσλαβία το καθεστώς ενός αντικομμουνιστικού αστυνομικού κράτους φασιστικού τύπου. Η κοινωνική βάση αυτού του καθεστώτος είναι οι μεγαλοαγρότες στο χωριό και τα καπιταλιστικά στοιχεία στην πόλη. Η εξουσία στη Γιουγκοσλαβία βρίσκεται ουσιαστικά στα χέρια εχθρικών προς το λαό, αντιδραστικών στοιχείων... Ο κρατικός τομέας της οικονομίας έπαψε στη Γιουγκοσλαβία να είναι λαϊκή ιδιοχτησία, επειδή η κρατική εξουσία βρίσκεται στα χέρια των εχθρών του λαού. Η κλίκα των Τίτο-Ράνκοβιτς έδωσε κάθε δυνατότητα στο ξένο κεφάλαιο να διεισδύσει στην οικονομία της χώρας, έθεσε την οικονομία κάτω από τον έλεγχο των καπιταλιστικών μονοπωλίων. Με τις επενδύσεις κεφαλαίου στη γιουγκοσλάβικη οικονομία οι αγγλο-αμερικάνικοι βιομηχανικοί και χρηματιστικοί κύκλοι μετέτρεψαν τη Γιουγκοσλαβία σ' ένα αγροτικό και πρώτων υλών εξάρτημα του ξένου κεφαλαίου. Η όλο και μεγαλύτερη δουλική εξάρτηση της Γιουγκοσλαβίας από τον ιμπεριαλισμό οδηγεί σε δυνάμωμα της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και σε πρωτοφανή χειροτέρευση της υλικής της κατάστασης" ("Αποφάσεις του Γραφείου Πληροφοριών των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων", Νοέμβρης 1949).
Βέβαια σημειώνεται στην ανακοίνωση του Γραφείου Πληροφοριών η τιτοϊκή κλίκα, "το κυβερνών φασιστικό ανώτατο στρώμα", "θρασύτατα και με δημαγωγικό τρόπο έλεγε ψέματα στο λαό, ότι δήθεν οικοδομούσε το σοσιαλισμό".
Παραθέσαμε εκτεταμένα αποσπάσματα από τη δεύτερη Απόφαση (Νοέμβρης 1949) για να γίνει γνωστή η ορθότητα της μαρξιστικής-λενινιστικής ανάλυσης του Γραφείου Πληροφοριών σχετικά με το πολιτικό καθεστώς και το οικονομικο-κοινωνικό σύστημα της τιτοϊκής Γιουγκοσλαβίας και να αποκαλυφθούν τα μυθεύματα-ψεύδη των αστών, τιτοϊκών και χρουτσωφικών ρεβιζιονιστών καθώς και των τροτσκιστών ανά τον κόσμο που διαφήμιζαν δεκαετίες ολόκληρες ως "σοσιαλισμό" τον καπιταλισμό αυτής της χώρας και επιπλέον να διαλυθεί η ομίχλη που σκόρπισαν οι ρεβιζιονιστές ώστε να φανεί καθαρότερα ο αντεπαναστατικός δρόμος, που ακολούθησε μετά το 20ο Συνέδριο η αποστάτρια ρεβιζιονιστική ομάδα των Χρουτσώφ-Μπρέζνιεφ-Μικογιάν-Σουσλόφ, κλπ. σχετικά με το ζήτημα και την τύχη του σοσιαλισμού στις ευρωπαϊκές χώρες (μ' εξαίρεση την Αλβανία η οποία αντιτάχθηκε στο χρουτσωφικό ρεβιζιονισμό), που δεν ήταν άλλος από τον τιτοϊκό δρόμο εξάλειψης του σοσιαλισμού.
Ασφαλώς η ιστορική πορεία της Γιουγκοσλαβίας επιβεβαίωσε την επιστημονική μαρξιστική-λενινιστική ανάλυση-εκτίμηση του Γραφείου Πληροφοριών και διέψευσε τις εκτιμήσεις των προδοτών χρουτσωφικών ρεβιζιονιστών (συμπεριλαμβανομένων εδώ και των Κολιγιάννη-Παρτσαλίδη-Φλωράκη, κλπ.) και των τροτσκιστών.
Ο χαρακτηρισμός μιας καπιταλιστικής και πλέρια εξαρτημένης από το ξένο κεφάλαιο χώρας ως "σοσιαλιστικής", όπως η τιτοϊκή Γιουγκοσλαβία, από την ομάδα του Χρουτσώφ στο 20ο συνέδριο σήμαινε πρώτο, την πλήρη απομάκρυνση αυτής της προδοτικής κλίκας από το μαρξισμό-λενινισμό και δεύτερο, αποκάλυπτε τις πολιτικές της προθέσεις σχετικά με το δρόμο που αυτή η ίδια θα ακολουθούσε στο μέλλον: το γνωστό αντεπαναστατικό σοσιαλδημοκρατικό δρόμο της τιτοϊκής κλίκας, που οδηγούσε αναπόφευχτα τη Σοβιετική Ένωση (όπως και έγινε) τη σταδιακή παλινόρθωση του καπιταλισμού και την πλήρη εξάλειψη όλων των σοσιαλιστικών κατακτήσεων.
Έτσι, τώρα, μετά το 20ο συνέδριο, το μεγάλο, έμπειρο και πιστό μαντρόσκυλο των αμερικανο-ΝΑΤΟϊκών ιμπεριαλιστών και της διεθνούς αντίδρασης Τίτο ζευγαρώνεται μ’ ένα δεύτερο, τον αρχιπροδότη Χρουτσώφ (και την ομάδα του) και από κοινού οι δυο – πράκτορες ολκής που μπροστά τους οι Μπερνστάϊν – Καούτσκι αποδεικνύονται κουταβάκια όπως θα ‘λεγε και ο Λένιν – προωθούν, μαζί με τους ανά τον κόσμο ρεβιζιονιστές, και εφαρμόζουν το σχέδιο του διεθνούς ιμπεριαλισμού για τη μεγαλύτερη αντεπαναστατική ανατροπή που σημειώθηκε στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα με την εκμηδένιση όλων των σοσιαλιστικών καταχτήσεων και τη διάλυση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, τα οποία μαζί με την καταστροφή του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος συναποτελούν τη μεγαλύτερη προδοσία στην ως τώρα ιστορία του διεθνούς εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος.
Η εργατική τάξη δεν πρέπει να ξεχνά, ότι ο ιμπεριαλισμός – καπιταλισμός σώθηκε δυο φορές στον 20ο αιώνα όχι από μόνος αλλά κύρια από τους ρεβιζιονιστές πράχτορες της μπουρζουαζίας στις γραμμές της εργατικής τάξης: τη μια την περίοδο της δεύτερης δεκαετίας του αιώνα με την προδοσία της σοσιαλδημοκρατίας και των ηγετών της IIης Διεθνούς και την άλλη στο δεύτερο μισό του με την προδοσία των χρουτσωφικών ρεβιζιονιστών σε διεθνές επίπεδο, συμπεριλαμβανομένων και των προδοτών σοσιαλδημοκρατών ηγετών του “Συνασπισμού” και του “ΚΚΕ”.
--------------------------------
* Οι καθοδηγητές του διεθνούς αντεπαναστατικού τροτσκιστικού ρεύματος Pablo (Μ. Ράπτης) και E. Mandel (μακαρίτες πια) ήταν από τους υποστηρικτές της αντιμαρξιστικής αντίληψης της λεγόμενης “σοσιαλιστικής αυτοδιαχείρισης” και από τους πιο ένθερμους και συνεπείς υπερασπιστές του καπιταλιστικού συστήματος της “αυτοδιαχείρισης” του Τίτο, φτάνοντας μέχρι το σημείο να αποστείλουν τροτσκιστικό “στρατό σωτηρίας” στη Γιουγκοσλαβία στον οποίο συμμετείχε και ο ίδιος ο E. Mandel: “το 1950 ήταν μέλος της μπριγάδας εργασίας που έστειλε η 4η Διεθνής στη Γιουγκοσλαβία, μετά τις απειλές του Στάλιν ενάντια στην γιουγκοσλαβική επανάσταση (διάβαζε: αντεπανάσταση) και τον προσανατολισμό της προς τη “σοσιαλιστική αυτοδιαχείριση”! (“Εργατική Πάλη”, No 179, Σεπτέμβρης 1995). Και αλλού: «Η οργάνωση, το 1950, μιας ταξιαρχίας εργασίας στη Γιουγκοσλαβία (που ο Στάλιν ήθελε να πνίξει) και ο εναγκαλισμός της αυτοδιαχείρισης σαν μοχλού για τη σοσιαλιστική αναγέννηση”! (“Σπάρτακος”, No 43, σελ. 16, Νοέμβρης 1995). Η ιστορική πορεία της Γιουγκοσλαβίας έδειξε αντίθετα ότι ήταν μοχλός καπιταλιστικής αναγέννησης και όχι όπως ισχυρίζονται οι τροτσκιστές, ακόμα και σήμερα, μοχλός “σοσιαλιστικής αναγέννησης”.
Οι αντεπαναστάτες τροτσκιστές Pablo και Mandel υπήρξαν δραστήριοι υπερασπιστές της αντεπαναστατικής “Περεστρόικα” του Γκορμπατσώφ, μάλιστα ο πρώτος τη χαρακτήριζε “επανάσταση από τα πάνω”(!), ενώ τα “δίδυμα αδέλφια” του χρουτσωφικοί ρεβιζιονιστές της ηγεσίας του “Κ”ΚΕ τη χαρακτήριζαν “επανάσταση μέσα στην επανάσταση”(!).
Δημοσιεύτηκε σε 3 συνέχειες:
«Φωνή της Αλήθειας», αρ. φυλ. 52, 15-28/2/1996, σελ. 2,3
«Φωνή της Αλήθειας», αρ. φυλ. 53, 1-15/3/1996, σελ. 2,3,4
«Φωνή της Αλήθειας», αρ. φυλ. 54, 1-15/3/1996, σελ. 2,3
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου