Σάββατο 15 Αυγούστου 2009

Δημήτρη Βύσσιου: ΤΑΣΚΕΝΤΗ 1955-56: συλλήψεις, ανακρίσεις, φυλακίσεις, δίκες-παρωδία και στρατόπεδα συγκέντρωσης

«Φωνή της Αλήθειας», αρ. φυλ. 55, 1-15 Απρίλη 1996, σελ. 1,2 και 4

Το παρακάυω κείμενο αποτελεί απόσπασμα από την ανοιχτή επιστολή στον Μ. Πονομαριόφ. Εδώ ολόκληρη η επιστολή: Η επέμβαση των χρουτσωφικών ρεβιζιονιστών στο ΚΚΕ - Τα γεγονότα της Τασκένδης

---

Σε πρώτη φάση οργανώθηκαν οι διώξεις και οι συλλήψεις από τα όργανα της Ασφάλειας αρκετών για να «τεκμηριωθεί» η εκδοχή ότι όλα τα ανομήματα οργανώθηκαν από το Ζαχαριάδη, Βλαντά και τα άλλα μέλη της αντιπροσωπείας της ΚΕ του ΚΚΕ.

Για το σκοπό αυτό επιστρατεύθηκαν καινούργιες εφεδρείες από ανώτερους αξιωματούχους της KGB, της αστυνομίας και το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο της Δημοκρατίας και το Γενικό Εισαγγελέα της ΕΣΣΔ.

Από την επόμενη μέρα των γεγονότων καλούνταν στη διεύθυνση της αστυνομίας της πόλης ανώτατα και ανώτερα στελέχη του ΔΣΕ για να βοηθήσουν δήθεν, στην εμπέδωση της τάξης και αμέσως συλλαμβάνονταν και τους απαγγέλλονταν η κατηγορία του υποκινητή των συγκρούσεων του Σαββατοκύριακου. Ταυτοχρόνως στρατολογούνταν οι ψευδομάρτυρες ανάμεσα στους πιο φανατικούς πολιορκητές του Σαββάτου και τα πρωτοπαλίκαρα του Ρόσιου και του Έξαρχου, που υπέγραψαν τις έτοιμες «μαρτυρικές» καταθέσεις. Τα συνεργεία στρατολογίας παρασυρμένων και φανατισμένων δούλευαν ακατάπαυστα για να εξασφαλίζονται, τα «στοιχεία» σε βάρος εκείνων που είχαν συλληφθεί προκαταβολικά και κρατούνταν στην απομόνωση.

Οι πρώτες ανακρίσεις στη διοίκηση της αστυνομίας θύμιζαν κατοχική περίοδο στην Ελλάδα. Αξιωματικοί της αστυνομίας με τη βία έκαναν σωματικές έρευνες και αφαιρούσαν όλα τα προσωπικά ντοκουμέντα μέχρι και την κομματική ταυτότητα από τους κρατούμενους. Όποιος πρόβαλε περισσότερη αντίσταση δενόταν χειροπόδαρα στο κάθισμα και μετά ο αξιωματικός προχωρούσε ανενόχλητος το ψάξιμο, από το κεφάλι μέχρι τα πόδια. Μετά άρχιζε το έργο του ανακριτή. Η προσπάθεια να αποσπάσουν «στοιχεία» ξεπερνούσε τα όρια ποταπών προκλήσεων. Η εισαγγελέας της πόλης έφτασε να απαιτήσει από κρατούμενο να κατονομάσει τους πράκτορες της Ιντζέλιντζες Σέρβις στην Τασκένδη. Στην περίοδο της προανάκρισης και μετά της τακτικής ανάκρισης από όργανα της Εισαγγελίας στους κρατούμενους ασκούνταν μια πρωτοφανής πίεση να υπογράψουν δηλώσεις μετανοίας ή συκοφαντικές καταθέσεις σε βάρος του Ζαχαριάδη και των άλλων μελών της ΚΕ του ΚΚΕ. Οι κρατούμενοι για μήνες σ’ όλη τη διάρκεια των ανακρίσεων βρίσκονταν σε συνθήκες τέλειας απομόνωσης. Δεν τους επετράπη καμία επαφή ούτε με δικηγόρους ούτε με κανέναν άλλον ούτε και με συγκρατούμενούς τους. Ενώ ταυτοχρόνως επιτρεπόταν στο Ρόσιο να μπαινοβγαίνει στη φυλακή για επαφές με κρατούμενους, τους οποίους υπολόγιζαν ότι με υποσχέσεις θα μπορούσαν να τους κάνουν όργανά τους. Το όλο έργο των ανακρίσεων συντονιζόταν άμεσα από τον αναπληρωτή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας Ζότοφ, ο οποίος είχε αναλάβει και προσωπικά τις «κατ’ αντιπαράσταση» εξετάσεις των βασικών μαρτύρων κατηγορίας. Ο κύριος αυτός έγινε για ένα διάστημα και Γενικός Εισαγγελέας και μετά διώχτηκε από την υπηρεσία ως συνένοχος μιας συμμορίας εγκληματικών παραβάσεων του κοινού ποινικού δικαίου. Βρήκε, δηλαδή, τη θέση που του άξιζε. Την εποχή όμως εκείνη ένας από τους πρωταγωνιστές στις ανακριτικές σκευωρίες. Στην κατ’ αντιπαράσταση εξέταση στις πιο πολλές φορές περιπτώσεις η ερώτηση και η απάντηση των μαρτύρων ήταν γραμμένες από πριν μέσα στο ανακριτικό έγγραφο από τους συντάκτες του. Διάβαζε ο Ζότοφ και ο ή η ψευδομάρτυρας συμφωνούσε απολύτως χωρίς πολλές φορές και να καταλαβαίνει ότι διάβαζε ο Ζότοφ χωρίς διερμηνέα. Σε άλλες περιπτώσεις, τελείως ξετσίπωτα, ο κύριος αυτός, υπό τύπον ερωτήσεων ή υποδείξεων, υπαγόρευε στον μάρτυρα την κατάθεση. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάρτυρες κατηγορίας (Α. Καρατζάς, Δ. Φιλιππίδης, κλπ.) με την άδεια του Ζότοφ μιλούσαν με τον υπόδικο ελληνικά, χωρίς διερμηνέα, για τον πείσουν με υποσχέσεις και εκβιασμούς»να καταλάβει το συμφέρον του». Υπήρξαν και περιπτώσεις μαρτύρων που άλλα έλεγαν στα ελληνικά μέσω του διερμηνέα ενώ άλλα έγραφαν στα ρωσικά οι ανακριτές και οι εισαγγελείς.

Όταν κι’ αυτά τα μέσα δεν απέδωσαν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα κινητοποιήθηκαν στελέχη ανωτάτου επιπέδου. Στην Τασκένδη έσπευσε ο αναπληρωτής του Γενικού Εισαγγελέα της ΕΣΣΔ Κρασνοπέφτεφ με το επιτελείο του. Άρχισε ένας νέος κύκλος απειλών, εκβιασμών και υποσχέσεων. Ο κύριος αυτός, χωρίς τσίπα και ίχνος αξιοπρέπειας καλούσε προσωπικά, τον καθένα χωριστά τους υπόδικους και του έθετε το ζήτημα ανοιχτά: το άρθρο 76 π.α. του ποινικού κώδικα της Δημοκρατίας του Ουζμπεκιστάν, με το οποίο παραπέμπεσαι να δικαστείς προβλέπει και την ποινή του θανάτου. Ο μόνος τρόπος να σωθείς είναι να»να πεις την αλήθεια», η οποία δεν είναι εναντίον και στα συμφέροντά σου. Να ομολογήσεις ότι εκείνοι που οργάνωσαν το πογκρόμ είναι ο Ζαχαριάδης και ο Βλαντάς. Εμείς θα σου εξασφαλίσουμε και σε σένα και στην οικογένειά σου, ότι χρειάζεται για να ζήσετε άνετα και χωρίς δυσκολίες. Σκέψου και πράξε. Όλοι σκέφτονταν και κανένας δεν έκανε αυτό που του υποδείκνυε ο ανώτατος εκπρόσωπος της δικαιοσύνης.

Έτσι, κ. Πονομαριόφ, καταγράψατε στο παθητικό σας μιαν ακόμη αποτυχημένη προσπάθεια να σφίξετε ακόμα πιο πολύ το σχοινί στο λαιμό της προσφυγιάς.

Και μια και χρεοκόπησαν οι προσπάθειες πολιτικών πιέσεων, εκβιασμών και υποσχέσεων, κατεβήκατε ακόμα ένα σκαλοπάτι πιο κάτω στη σκάλα της ηθικής και πολιτικής αναξιοπρέπειας. Αποφασίσατε να μπλέξατε ολοκληρωτικά και τις Σοβιετικές Δικαστικές Υπηρεσίες. Έτσι στήθηκαν οι δίκες-στρατοδικεία. Είναι χαρακτηριστικοί, για τη σοβιετική γραφειοκρατία, οι ρυθμοί της όλης προετοιμασίας τους. Σας χρειάζονταν οι καταδικαστικές αποφάσεις, «ατράνταχτα» ντοκουμέντα για την οργάνωση του πογκρόμ από τη «Ζαχαριαδική κλίκα».

Στους κατηγορούμενους δεν δόθηκε καμιά δυνατότητα προετοιμασίας για να υπερασπίσουν τους εαυτούς τους. Έχοντας τέλεια παραγνώριση της σοβιετικής νομοθεσίας, δεν τους επετράπη η επαφή με δικηγόρους ούτε και μετά το τέλος των ανακρίσεων. Από το «αυτί στο δάσκαλο». Το βράδυ τους επιδόθηκαν τα κλητήρια θεσπίσματα και την άλλη μέρα τους ξύπνησαν στις 5 το πρωί να προετοιμαστούν για το δικαστήριο. Για πρώτη φορά ύστερα από 5 μήνες τους ξύρισαν – πάντα μέχρι τότε τα γένια κόβονταν δυο φορές το μήνα με μηχανή κουρέματος – και τους έδωσαν να φορέσουν τα ρούχα τους. Στον καθένα δόθηκε από ένα κομμάτι βραστό κρέας (επίσης για πρώτη φορά) και ψωμί σαν ξηρά τροφή για όλη την ημέρα. Αυτό συνεχίστηκε όλες τις ημέρες που κράτησε η δίκη. Τους στρίμωξαν στις κλούβες και κατευθείαν για «τον κρανίου τόπο».

Οι δίκες άρχισαν στις 14 Φεβρουαρίου 1956 και τελείωσαν στις 23 του ίδιου μήνα. Χειμώνας, η θερμοκρασία έξω από την αίθουσα ήταν κάτω από 15ο C και η αίθουσα δεν θερμαίνονταν. Οι κατηγορούμενοι δικάζονταν από το ποινικό τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Δημοκρατίας με επικεφαλής μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η ακροαματική διαδικασία γινόταν όχι στις μεγάλες αίθουσες στο κτίριο της πόλης αλλά σε αίθουσες συνοικιακών Πταισματοδικείων σε μια άκρη της παλιάς πόλης, εν κρυπτώ και παραβύστω, ουσιαστικά κεκλεισμένων των θυρών, ενώ επιτρέπονταν η είσοδος σε επίλεκτα «στελέχη». Οι κατηγορούμενοι ξεπάγωναν χωρίς πανωφόρια, είχαν πιαστεί το Φθινόπωρο, στα σκαμνιά επί 10 ώρες καθημερινά περικυκλωμένοι από φαντάρους «εφ’ όπλου λόγχη» και τις ώρες του μεσημεριανού διαλείμματος για τους δικαστές, χωρίς δικαίωμα όχι μόνο επικοινωνίας με οποιονδήποτε αλλά και τους απαγορεύονταν ακόμη να ζητήσουν ένα ποτήρι νερό ή γυρίσουν δεξιά ή αριστερά το κεφάλι τους. Εκεί αντίκρισαν την πρώτη ημέρα της δίκης, την «υπεράσπιση» από μακριά χωρίς δικαίωμα καμιάς επαφής μαζί τους.

Σύμφωνα με τους τότε ποινικούς κώδικες όλων των Δημοκρατιών της ΕΣΣΔ απαγορεύονταν η σύλληψη και η προσαγωγή σε δίκη μέλους του Κομμουνιστικού Κόμματος πριν τη σχετική απόφαση της Κομματικής Οργάνωσης Βάσης και την έγκρισή της από την Αχτιδική Επιτροπή για τη διαγραφή του από το Κόμμα. Το Σοβιετικό Σύνταγμα παραχωρούσε πολιτικό άσυλο σε οποιονδήποτε καταδιωκόταν για τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Το καταστατικό του τότε ΠΚΚ (μπ) αναγνώριζε στα μέλη κάθε ξένου Κομμουνιστικού Κόμματος που ζούσαν στην ΕΣΣΔ τα ίδια δικαιώματα με τα μέλη του ΚΚΣΕ. Οι Έλληνες, όμως, κομμουνιστές πιάστηκαν, σύρθηκαν στα στρατοδικεία και καταδικάστηκαν, αφού τους αφαίρεσαν με τη βία τις κομματικές ταυτότητες, χωρίς να διαγραφούν από το Κόμμα τους, γιατί οι οργανώσεις των κομμουνιστών δεν είχαν καταληφθεί και διαλυθεί από τους υπέρμαχους της κομματικής νομιμότητας.

Οι δίκες σε στρατοδικεία κατοχικής και εμφυλιοπολεμικής περιόδου κατάργησαν και τα τελευταία προσχήματα στοιχειώδους νομικής συμπεριφοράς, και εγγυήσεις του συντάγματος και της ποινικής δικονομίας υπέρ των κατηγορουμένων. Η έδρα του Εισαγγελέα σε ένα από τα δικαστήρια καταλήφθηκε από τον Ζότοφ. Η πρόταση των κατηγορουμένων για εξαίρεσή του απορρίφθηκε. Η παρουσία των δικηγόρων ήταν τελείως τυπική. Παρακολουθούσαν από μακριά τα τεκταινόμενα στη δίκη χωρίς να έχουν έλθει σε καμία επαφή ούτε και με τη δικογραφία (δεκάδες τόμοι πάνω στο τραπέζι της προέδρου). Είναι χαρακτηριστικό ότι ένας απ’ αυτούς, ο Νόβικοφ, μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος από το 1936, αρνήθηκε να πληρωθεί γιατί, όπως είπε, ούτε και με τον τρόπο αυτό, δεν ήθελε να πάρει μέρος σε μια εγκληματική δικαστική παρωδία, την οποία έζησε υποχρεωτικά επί δέκα ολάκερες ημέρες.

Στη δίκη, με επικεφαλής τον Δημητρίου και τα άλλα «ηγετικά» στελέχη, Ρόσιο, Γκανάτσο, κλπ. παρέλασε όλη η «Αγία Οικογένεια» μέχρι και την κουτσή Μαρία, σ’ όλη τους την μεγαλοπρέπεια. Αντιφάσεις, παλινωδίες, διαστρεβλώσεις και βουνά ψευδομαρτυριών. Οι μηνύσεις, που υποβλήθηκαν στη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας κατά στελεχών της KGB και των στελεχών της ηγεσίας για ασύστατες, ασύστολες, ψεύτικες καταθέσεις, αποκυήματα νοσηρής φαντασίας και κακότεχνης σκηνοθεσίας απορρίφθηκαν όλες από τον πρόεδρο χωρίς εξέταση, χωρίς να συζητηθούν. Τα πρακτικά της διαδικασίας πλαστογραφούνταν ανοιχτά, ξετσίπωτα. Η πρόεδρος του δικαστηρίου, μέλος του Ανωτάτου Δικαστηρίου Γκορενκόβα, απαγόρευε στους ψευδομάρτυρες να απαντούν στις ερωτήσεις των κατηγορουμένων, όταν αποκαλύπτονταν το ασύστατο της κατάθεσης ή η συστημένη σκευωρία. Η επέμβαση διατυπώνονταν: «Μάρτυς, μην απαντάτε. Η ερώτηση είναι πολιτική». Ενώ η παραπομπή στηρίζονταν σε άρθρο που αναφέρονταν σε σοβαρό πολιτικό αδίκημα (ομαδική εξέγερση με επιδίωξη την ανατροπή του καθεστώτος), που πρόβλεπε μέχρι και την καταδίκη σε θάνατο, η πρόεδρος στη διάρκεια της διαδικασίας αντιμετώπιζε τους κατηγορούμενους σαν χούλιγκανς. Το δικαστήριο απέρριψε την αίτηση των κατηγορουμένων να παραστούν στη δίκη, εκ μέρους της υπεράσπισης ο Πορφυρογένης, μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ και ο πρόσφυγας δικηγόρος Γρηγόρης Παπάς, ο οποίος ασκούσε νόμιμα το δικηγορικό επάγγελμα στην Τασκένδη. Ενώ επέτρεψε να παρακολουθήσει χωρίς διακοπή όλη την ακροαματική διαδικασία, καθιστός δίπλα στην υπεράσπιση σε τιμητική πολυθρόνα, σαν παρατηρητής και κονσουλτάντ ως ανεπίσημος πολιτική αγωγή, ο Β. Οικονόμου ηγετικό στέλεχος της ομάδας Δημητρίου, δικηγόρος, δηλωσίας κι’ αυτός που δεν είχε άδεια εξάσκησης δικηγορικού επαγγέλματος. Η αποστολή του ήταν να ενημερώνει καθημερινά τους «ηγέτες» και να «προετοιμάζει» τους ψευδομάρτυρες έπειτα από ειδικές επαφές τις βραδινές ώρες με τον Ζότοφ και τον Σαάκοφ. Στους κατηγορουμένους επετράπη να υποδείξουν μόνο από δυο μάρτυρες υπεράσπισης ο καθένας. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας, οι κατηγορούμενοι αρνήθηκαν να υποδείξουν μάρτυρες υπεράσπισης και ταυτοχρόνως παραιτήθηκαν και από την υπεράσπισή τους, από δικηγόρους. Το δικαστήριο, όμως, αυτεπάγγελτα υποχρέωσε τους δικηγόρους να παρακολουθήσουν τη δίκη μέχρι το τέλος, χωρίς καμιά συμμετοχή στη διαδικασία. Άφωνοι θεατές και βουβοί ηθοποιοί μιας χωρίς προηγούμενο σκηνοθετημένης ιλαροτραγωδίας.

Αυτή η παρωδία δίκης ήταν συνοπτική. Το κοκβέϊρ δούλευε με ασυνήθιστους και ασυνείδητους ρυθμούς. Βιάζονταν, χρειάζονταν τις καταδικαστικές αποφάσεις της «αδέκαστης θέμιδας», τα «αδιάσειστα», ντοκουμέντα στα οποία θα στηρίζονταν η περιβόητη 6η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, για να βγουν από τη μέση τα εμπόδια της άλωσης του ΚΚΕ από τον Χρουστσόφ.

Κι’ εδώ προβάλλει επιτακτικά αμείλικτο το ερώτημα στο οποίο σας υποχρεώνει να θυμηθείτε και να απαντήσετε κύριε υπεύθυνε του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων της ΚΕ του ΚΚΣΕ τότε: ποια ήταν η δύναμη που εμπνεύστηκε, οργάνωσε και καθοδήγησε αυτή την πολιτική ανίερη πράξη; Σε τίνος πλάτες στηρίχθηκαν και τίνος εντολές εκτελούσαν οι κύριοι τύπου Κρασνοπέβτεφ, Πονομαρένκο, Σεμενκόφ, Γκορενκόβα, Ζότοφ και οι ελληνόφωνες υποτακτικοί σας στην Τασκένδη; Ποιος έδωσε εντολές στους στρατηγούς της αστυνομίας, στις ανώτερες εισαγγελικές και δικαστικές αρχές να κουρελιάζουν για άλλη μια φορά το Σοβιετικό Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους; Εν ονόματι ποιων επιδιώξεων βρικολάκιασε σε όλο της το μεγαλείο η επαίσχυντη αρχή: ο σκοπός αγιάζει τα μέσα; Μέσα, που αδίστακτα έφταναν και μέχρι τη φυσική εξόντωση των πολιτικών αντιπάλων της σοβιετικής ηγεσίας, αγωνιστών οι οποίοι εξέφραζαν τις πολιτικές αντιλήψεις της πολύ μεγάλης πλειοψηφίας των Ελλήνων προσφύγων;

Η δίκη τελείωσε με τις προειλημμένες της αποφάσεις. Η καταδίκη των αγωνιστών ήταν μια πύρρεια νίκη σας και μια ηθικοπολιτική ήττα του αριστερού ελληνικού κινήματος. Δίκη και καταδίκη που θα μπορούσε, όπως νομίζατε, να συγκαλύψει και στο εσωτερικό της χώρας σας και στην Ελλάδα την απαράδεκτη και παράνομη επέμβασή σας στα εσωτερικά του ΚΚΕ.

Οι καταδικασμένοι από το Ανώτατο Δικαστήριο έπειτα από λίγες μέρες μετά το τέλος της δίκης, όλοι μαζί πια σ’ ένα σιδηροδρομικό βαγόνι-κλούβα πήραν το δρόμο για το στρατόπεδο συγκέντρωσης. Το ταξίδι με σταθμεύσεις στα ενδιάμεσα τμήματα μεταγωγών, κράτησε περίπου ένα μήνα. Εξαντλήθηκαν γρήγορα όλες οι πενιχρές οικονομικές εφεδρείες, ιδιαίτερα εκείνων που αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα υγείας, έπειτα από μιαν εξάμηνη περίπου προφυλάκιση. Το ειδικό στρατόπεδο που τους στρίμωξαν, «φιλοξενούσε» πολίτες από πολλές χώρες, οι οποίοι είχαν καταδικαστεί για εγκληματικές πράξεις του κοινού ποινικού δικαίου από σοβιετικά δικαστήρια. Ήταν ένα τμήμα ειδικού Γκουλάγκ που συνόρευε με στρατόπεδα συγκέντρωσης Γερμανών εγκληματιών πολέμου, που ήταν καταδικασμένοι με την ανώτατη προβλεπόμενη από τον τότε σοβιετικό ποινικό νόμο της ΕΣΣΔ ποινή σε 25 χρόνια φυλάκιση. Σύντομα όμως τα στρατόπεδα αυτά διαλύθηκαν γιατί έπειτα από συμφωνία Χρουστσόφ-Αντενάουερ οι εγκληματίες πολέμου απελευθερώθηκαν και έφυγαν για τη Γερμανία.

Οι Γερμανοί θεωρούνταν αιχμάλωτοι πολέμου, δεν δούλευαν και έπαιρναν το συσσίτιο του σοβιετικού στρατιώτη και συμπληρωματικά κάθε δέκα ημέρες δέματα με τρόφιμα και φάρμακα από τον Ερυθρό Σταυρό της Δυτικής Γερμανίας. Οι καταδικασμένοι αγωνιστές πρόσφυγες τρέφονταν με τις σάπιες πατάτες και το μουχλιασμένο πλιγούρι του στρατοπέδου. Κι’ αυτή η «δίαιτα» σε συνθήκες βαριάς και εξαντλητικής εργασίας, φρουρούμενοι από ένοπλους δεσμοφύλακες και ειδικά σκυλιά: Καθημερινά καθοριζόταν από τον αρχιφύλακα ένα κομμάτι γης από το οποίο, από ένα μέτρο βάθους αφαιρούνταν το χώμα και μεταφερόταν σε κοντινή απόσταση, έπειτα με κασμάδες σπάζονταν και απομακρύνονταν, ο αιώνιος πάγος πάχους 1-1/2 μέτρου και μετά απ’ αυτό, με ειδικά εργαλεία-φτυάρια, κοβόταν η τύρφη σε σχήμα όπως τα τούβλα, εξαγόταν στην επιφάνεια και τοποθετούνταν έτσι που να μπορεί να στεγνώσει για να χρησιμοποιηθεί το χειμώνα σαν καύσιμη ύλη. Καθημερινά 12-13 ώρες στο πόδι. Μετρήματα, ξαναμετρήματα, μεταφορά στον τόπο της δουλειάς άνθρωποι που υπέφεραν από φυματίωση ή ήσαν ανάπηροι πολέμου έπρεπε να «εκπληρώσουν τη νόρμα». Οι Γερμαναράδες, καλοθρεμμένοι ασχολούνταν με τα σπορ, οργάνωναν την ψυχαγωγία τους και χλεύαζαν τους πάντες και τα πάντα. Οι Έλληνες πρόσφυγες για να μην «εκτεθούν πολιτικά» έλεγαν ότι μέθυσαν και μάλωσαν σ’ ένα γάμο και τους δικάσαν σαν χούλιγκαν. Ενώ ήταν όλοι τους ανώτερα στελέχη της Εθνικής Αντίστασης και του ΔΣΕ, μεταξύ των οποίων διοικητές και επίτροποι ανώτερων μονάδων και στρατηγοί.

Δεν υπάρχουν σχόλια: